Στίχοι



Μια μεγάλη αυταπάτη

Η μουσική είναι μια μεγάλη αυταπάτη,
πιάνει τα άσχημα κι απ’ την αρχή τα πλάθει,
τα κάνει όμορφα πολύ, ονειρεμένα,
τα ντύνει με ήχους και με νότες και σε ένα
άσπρο χαρτί με γράμματα τα αποτυπώνει
και σε μαγεύει οπτικά και σε θαμπώνει,
σου στέλνει σήματα κρυφά με το ρυθμό της,
σε μαγνητίζει ηλεκτρικά μες στον παλμό της
και καταλήγεις υποχείριο της νότας,
προσμένεις άβουλα την αλλαγή της ρότας
και σταματάς να σκέφτεσαι και να φιλτράρεις,
χάνεις τον έλεγχο μα εκεί είναι που γουστάρεις,
μπροστά στη πύλη της χαμένης εφηβείας,
μες στα χαλάσματα της ποιητικής αδείας,
πιάνεις τις νότες και ανεβαίνεις προς τον τίτλο,
δένεις στους στίχους σου τον μαγεμένο μίτο,
για να μη φύγεις απ’ το θέμα και τουμπάρεις,
δένεις την άκρη του καλά πριν φόρα πάρεις
και αρχίζεις πέφτεις, κλείνοντας τα βλέφαρά σου,
θες να πετάξεις και ανοίγεις τα φτερά σου.

Η μουσική είναι μια μεγάλη αυταπάτη,
πιάνει τα ψέματα, τα πιο μεγάλα λάθη,
τους δίνει νόημα, τους δίνει και ουσία,
σε αφήνει ελεύθερο να βάλεις φαντασία,
δίχως εικόνες σταθερές και τυπωμένες,
με αντιλήψεις και παλιές και νεοφερμένες,
έχει απλώσει ολόγυρά μας μια μαγεία,
είναι της νιότης η κρυμμένη πεμπτουσία.









Μέρα με τη μέρα

Μες στο κόκκινο του αγέρα
Που ματώνει κάθε σκέψη
Κάπου μες στις συμπληγάδες
Έβαλα φωτιά στη στέψη

Στην εικόνα της μετάνοιας
Ανασήκωσα τους ώμους
Ξάπλωσα με τη ψυχή μου
αγκαλιά στις λαιμητόμους

Μέσα στης βροχής το γκρίζο
Που ξεβάφει κάθε δάκρυ
Ψάχνω ακόμη τον εαυτό μου
Κάπου στης ζωής την άκρη

Στη μορφή που παρασέρνει
Τα παράξενα του κόσμου
Που σκοτώνει κι ανασταίνει
Το αχνό καθάριο φως μου

Μέρα με τη μέρα φεύγω
Μακριά πετώ κι αλλάζω
Μέρα με τη μέρα με τρομάζω







Ζωή, εικονική

Στην τρέλα βουτηγμένος απ’ τα πέντε,
να βλέπω πως γελάνε τα παιδιά
και γω σε μια γωνιά καλά κρυμμένος,
απλώνω την εικόνα σε καμβά.

Με ίστρο να τραβώ φωτογραφίες,
στα δέκα με καινούρια μηχανή,
να ψάχνω ξημερώματα στους δρόμους,
να βρω μία εικόνα μαγική.

Η τρέλα ως τα είκοσι τραγούδι,
να κάθομαι να γράφω ολημερίς,
να κάνω στίχους όλες τις εικόνες,
τραγούδια που δε διάβασε κανείς.

Στα είκοσι μου αρπάξανε την τρέλα,
«θα μπεις εις το δημόσιο», μου λεν
και πλέον στα τριάντα με γραβάτα
με κάναν το απόλυτο μηδέν.

Εγώ ζω για τις εικόνες της ζωής,
τα μυστικά που σου προσφέρουν οι οπτασίες.
Ξεχάστε τα σημάδια της ντροπής,
τις καθωσπρέπει ευγενικές σας εικασίες.

Εικόνες που μένουν βαθειά χαραγμένες,
εικόνες από τη ζωή...
Εικόνες γλυκές, μα και πονεμένες,
στιγμές που μιλούν στη ψυχή.







Το ταξίδι της τρέλας

Ανεβαίνω ψηλά,
τα χρυσαφένια μαλλιά σου αγγίζω
και κοιτώ στ’ ανοιχτά,
για τις κρυφές σου ελπίδες πασχίζω.

Σταματώ και ρωτώ,
περαστικούς π’ ανεβαίνουν μαζί μου,
γιατί ψάχνω να βρω,
το μυστικό της ζωής σου, ζωή μου.

Προχωρώ σιωπηλά,
φωτογραφίζω εικόνες που τρέχουν
και πετώ αληθινά,
χειροκροτώντας αυτούς που αντέχουν.

Προλαβαίνω να δω,
στα ονειρά μου το φως της ψυχής σου,
δε προφταίνω να πω,
αγαπημένη, και να ΄μαι μαζί σου.

Ουρανός οδηγός,
στο πιο μεγάλο ταξίδι της μέρας.
Αναβάτης γοργός,
στο πιο ατίθασο άτι της τρέλας.








Η μαγεία του Μορφέα

Μια ιδέα,
- δίχως θέλω και γιατί -
μια εικόνα μακρινή,
με οδηγεί στην κορυφή.

Μια σημαία,
- μη ρωτάς πότε και που -
μπρος στη θέα του χαμού,
ξάφνου βρίσκομαι αλλού.

Κι είν ωραία,
- δε με νοιάζει καν το πως -
ούτε αν γίνομαι τρελός,
αιωρούμαι μες στο φώς.

Το  Μορφέα,
- να ζητήσεις άμα θες -
όλες οι τρελές ευχές,
να σου βγουν αληθινές.

Όνειρα τρελά,
κόσμοι εικονικοί,
όλα αληθινά,
όλα στη στιγμή,








Μια ανάσα...

Παίρνω μια ανάσα και χάνομαι,
δύτης στης ψυχής σου την άβυσσο.
Σκέψεις τριγύρω μου αισθάνομαι,
ορμώ στης καρδιάς τον παράδεισο.

Βλέπω αισθήματα που έκρυβες,
μνήμες που μείνανε αξέχαστες,
εικόνες κρυμμένες και ένοχες,
φοβίες που δε μου εξέφρασες.

Δεύτερη ανάσα και έφυγα,
μέσα στου μυαλού σου την έκσταση.
Δάκρυα που δεν τα απέφυγα
από της αγάπης την ένταση.

Στέκω, κοιτώ από τα μάτια σου
γοργά καθώς τρέχουν τα σύννεφα,
σαν της ψυχής τα κομμάτια σου,
γαλάζια ασύμμετρα σχήματα








Φωτιά και Στάχτη

Ταξίδευα για χρόνια στη φωτιά.
Οι στάχτες μου σκορπούσαν στον αέρα.
Πύρινος κύκλος φυλακή για την καρδιά,
έσβηνε ένας χτύπος κάθε μέρα.

Οι φλόγες ασταμάτητες, ψηλές,
κυκλώνουν και στοιχειώνουν τη ζωή μου.
Της λογικής αδύναμες κραυγές,
το μόνο απομεινάρι στη ψυχή μου.

Το σώμα μου φτιαγμένο από νερό,
σωσίβιο και συνάμα φυλακή μου.
Ν’ αντέχει, όμως εγώ να μην μπορώ.
Τοπίο εμπρησμού η θύμισή μου.

Οι σκέψεις μου ένα σύννεφο καπνού.
Πυκνώνουν και θολώνουν μπρος στα μάτια.
Και γω μέσα στον κύκλο του χαμού,
να καίγομαι να γίνομαι κομμάτια.

Φλεγόμενο τοπίο όπου κοιτάξω.
Καμμένη γη και στάχτες όπου δω.
Δεν ξέρω αν ποτέ μου θα προφτάσω,
δε θα ‘μαι όμως ο ίδιος κι αν σωθώ.







Μη σταματάς να τραγουδάς

Mέσα στην πόλη μοναχός τριγυρνώ,
με την κιθάρα μου στον ίδιο ρυθμό,
που μου ταιριάζει, που με κουράζει.

Γύρω μου όλοι άγνωστοι γνωστοί,
μα ο καθένας κάτι ψάχνει να βρει,
που δεν το έχει κι ας μην αντέχει.

Μεγάλοι δρόμοι σ’ έναν κόσμο μικρό,
δίχως να σκέφτομαι κι εγώ προχωρώ,
όπως οι άλλοι, όλοι οι άλλοι.

Σκυμμένα πρόσωπα, τα μάτια ψηλά,
δύστροποι άνθρωποι, μα γω δυνατά,
θα τους μιλάω, θα τραγουδάω.

Φωνές και ήχοι σε μια πόλη μπετόν,
μια παρτιτούρα όλα σ’ ένα καρμπόν,
τα έχω ζήσει και ξαναζήσει.

Θέλω ν’ αλλάξω διαδρομή και οδό,
χέρια ψηλά στο μακρινό ουρανό,
και τον κοιτάω, χαμογελάω.

Μη σταματάς, να τραγουδάς.








Δε φοβάσαι

Τρέχεις μακριά ,
δε ξεφεύγεις ποτέ,
κι όλο χάνεσαι , χάνεσαι , σβήνεις.
Φεύγεις μακριά ,
δε γυρίζεις ποτέ,
μια ματιά κι όλα πίσω τ’αφήνεις.

Φτάνεις ψηλά ,
δεν πατάς κορυφή,
και θυμώνεις , πεισμώνεις , κρατιέσαι .
Βλέπεις ψηλά ,
μακρινή κορυφή,
ένα σάλτο και πάνω πετιέσαι .

Μένεις εκεί ,
να κοιτάς το κενό,
και φοβάσαι , φοβάσαι να ζήσεις.
Στέκεις εκεί ,
να μετράς στο κενό,
μια ανάσα και πάλι θ’αρχίσεις.

Νιώθεις ξανά ,
μια παλιά ταραχή
και χωλαίνεις, σωπαίνεις και να’σαι.
Τρέχεις ξανά ,
και χωρίς ταραχή,
ένα όνειρο που θα θυμάσαι.

Δε φοβάσαι γιατί
Δεν υπάρχει για σένα o πόνος
Δε φοβάσαι γιατί
Δεν κυλάει άλλo ο χρόνος







Ψίχουλο ζωής

Σε τρώει το αγιάζι μόνο σου που σέρνεσαι τις νύχτες,
με δυο κουρέλια πάνω σου, με δάκρια στα μάτια.

Μα σ’ έχει η μοίρα από μικρό, αγρίμι μαθημένο,
να μη ζητάς τη λύπηση και να μισείς τον οίκτο.

Πολλοί που σε είδαν νόμισαν πως ήσουν σαν τους άλλους,
ζητιάνους και περαστικούς που ψάχνουν για βοήθεια.

Αυτοί όμως που έσκυψαν για να σε αγκαλιάσουν,
στα μάτια σου είδαν φονικό και τρέξαν να κρυφτούνε.

Το φονικό που είδανε εσύ το λες λαχτάρα,
επιθυμία για ζωή, πάθος που δε γνωρίσαν.

Και προσπαθείς απλώς να ζήσεις, για κάθε αύριο προσπαθείς,
να κοιμηθείς και να ξυπνήσεις, για ένα ψίχουλο ζωής.






Αγγίζω τον ήλιο

Σε πάτο αβύσσου,
με σέρνει η πνοή σου
κι αφήνομαι, πέφτω,
για να ‘μαι μαζί σου.

Μου λείπεις καρδιά μου,
μη στέκεις μακριά μου.
Προχώρα λιγάκι
για να ‘σαι κοντά μου.

Σε πάτο αβύσσου,
ακούω τη φωνή σου.
Μονάχη μη μένεις
κι εμένα θυμήσου

Αφήνεις ψυχή μου
κενό στη ζωή μου.
Προχώρα και βάλε
φωτιά στο κορμί μου.

αγγίζω τον ήλιο
το χέρι σου δώς μου
να μπεις στη ζωή μου
ανάσα και φως μου

αγγίζω τον ήλιο
αχ στάσου εμπρός μου
και γίνε για μένα
ανάσα και φως μου






Ουράνιο φυλαχτό

Δε ξέρω αν σημαίνω εγώ για σένα, κάτι οτιδήποτε μικρό,
δεν ξέρω αν έχω πάνω σου αφήσει, έστω ένα σημάδι φιλικό.

Μα ξέρω πως για μένα είσαι η ζωή μου, πως είσαι όλα όσα αγαπώ,
στα εύκολα στα δύσκολα να ξέρεις, θα είμαι πάντα εκεί να σου σταθώ.

Δε ξέρω αν αισθάνεσαι για μένα, κάποια τόση δα μικρή χαρά,
δεν ξέρω αν ποτέ μ’ έχεις κοιτάξει, έστω μια φορά στα σοβαρά.

Μα ξέρω πως για μένα είσαι τα πάντα, ο μόνος λόγος που ακόμη ζω, γλυκιά φατσούλα που όταν την κοιτάω, διάπλατα γελώ, χαμογελώ!

Μονάχα αν ονειρεύομαι εσένα, ανοίγω δρόμο προς τον ουρανό, κομμάτια από τα σύννεφα μαζεύω, να σου χαρίσω ουράνιο φυλαχτό…







Οι ευχές και τα αστέρια

Πάντα όταν έπεφτε ένα αστέρι
και ήμουνα μικρό παιδί,
όποιος μου κράταγε το χέρι,
μου έλεγε «κάνε μια ευχή».

Όμως εγώ στενοχωριόμουν
κι έκανα πάντα την ευχή,
το αστεράκι αυτό που πέφτει,
πάλι επάνω ν’ ανεβεί.

Αυτό ποτέ όμως δε συνέβη,
έτσι κι εγώ ειλικρινά,
ό,τι κι αν λέγανε οι άλλοι,
ευχή δεν έκανα ξανά.

Αστέρια έβλεπα να πέφτουν,
καθώς περνούσε ο καιρός,
μα είχε πια χαθεί για πάντα,
ο παιδικός μου ο θαυμασμός.

Οι ευχές και τα αστέρια,
μου ‘λεγαν πως παν μαζί
και χαράσσουν στα ουράνια,
μια χρυσή επιγραφή.

Οι ευχές και τα αστέρια,
γέννημα παραμυθιού,
μου γεννούν μελαγχολία,
μες στο φως του φεγγαριού.







Μου ‘δωσες ζωή

Χαμένος τριγυρνούσα σε οπτασίες
έψαχνα για οάσεις στις ερήμους
μα η μόνη έρημος ήτανε η ζωή μου
και η μόνη όαση τα μάτια σου ψυχή μου.

Τρελός μέσα στα χρόνια της παράνοιας
γελούσα και κλωτσούσα ευκαιρίες
μέχρι που ξύπνησε η εικόνα σου καρδιά μου
τα πιο βαθειά, τα ξεχασμένα όνειρά μου.

Ρωτάω τον εαυτό μου που πηγαίνω
ποια σκέψη μου ορίζει την πορεία
μα ότι με σέρνει είναι μονάχα τ’ άρωμά σου
μόνο μια γεύση απ’ το απαλό το άγγιγμά σου.

Κοιτάω στον καθρέφτη και θυμάμαι
στιγμές που ίσως έχεις πια ξεχάσει
πως βυθιζόμουνα για ώρα στη ματιά σου
και με παρέσερνε η ανέμελη χαρά σου.

Μου ‘δωσες ζωή κι αν θέλεις πάρτη πίσω, έζησα ξανά και δε θα σε μισήσω.
Μου ‘δωσες φωνή κι αν θέλεις να σωπάσω, ζήτα το απλά, μονάχα μη σε χάσω.








Χαμένο λουλούδι

Ένας κόσμος που μου ‘δωσε όνειρα και ελπίδα,
ένας κόσμος που μου ‘βαλε στην καρδιά προσωπίδα.

Ο Θεός που μου έδωσε το δικό μου λουλούδι,
ο Θεός που μου στέρησε το γλυκό του τραγούδι.

Άγγελέ μου μονάκριβε, άκου την προσευχή μου,
το λουλούδι που σου ‘στειλα το ‘χα πάντα μαζί μου.

Άγγελέ μου ουράνιε, σ’ ένα σύννεφο πάνω,
το λουλούδι μου άφησε, να μπορώ να το φτάνω.

Ουρανός που με φώτιζε στον επίγειο κήπο,
ουρανός που σκοτείνιασε και νομίζει πως λείπω.

Το λουλούδι που μου ‘δινε την πνοή για να ζήσω,
το λουλούδι που έστειλα, μα δε θέλω ν ‘αφήσω.







Η αλήθεια γεννιέται στο φως

Μια εικόνα που μένει χαραγμένη βαθειά
στην καρδιά, στο μυαλό, μες στα μάτια μου,
κάθε σκέψη περνά σαν αέρας με μιας
και σκορπά της ψυχής τα κομμάτια μου.

Ένας ήλιος που στέκει στης αγάπης το φως,
ξεδιαλύνει όσους φόβους υπάρχουνε.
Κάθε αχτίδα αγγίζει το κορμί μου δειλά
και φωτίζει τις μέρες που θα ‘ρθουνε.

Πυρετός που με λούζει όταν είσαι κοντά,
ομορφιά θεϊκή σου δωρίσανε.
Ο ουρανός και η γη σ’ ένα μόνο κορμί,
την καρδιά μου με πόθο γεμίσανε.

Δεν υπάρχει για μένα σωτηρία αλλού,
τα ματάκια σου όλος ο κόσμος μου.
Περπατώ και γυρεύω τη σωστή διαδρομή,
η οδός της αγάπης σου, ο δρόμος μου.

Η αλήθεια μου μάθαν πως γεννιέται στο φως
και μιλά στης ψυχής τ’ αφανέρωτα,
έτσι ξέρω πως είσαι αλήθεια εδώ
πλασμένη από αγάπη και έρωτα.

Η αλήθεια πηγάζει από κάποια ευχή
κι ένα αστέρι φωλιάζει στη μνήμη σου,
έτσι ξέρω πως βρίσκονται κάπου ψηλά
τα ολόχρυσά ουράνια ίχνη σου.








Ζωγραφίζοντας γράμματα

Θέλω με λόγια να σου φτιάξω μια εικόνα,
χρυσή κορνίζα και στο κέντρο της εσύ,
όπως σε βλέπει όμως μονάχα η καρδιά μου
και όχι όσα λέει του καθρέφτη η φωνή.

Για φόντο θα ‘θελα ένα απαλό γαλάζιο,
είναι το χρώμα που λατρεύεις να φοράς,
με λίγο άσπρο, ουρανό να μου θυμίζει
και συ σε σύννεφο να στέκεις να γελάς.

Θα ‘χεις μετάξι να φοράς να σε χαϊδεύει
και θα ανεμίζουν στον αέρα τα μαλλιά.
Θα ‘χεις στο βλέμμα σου τη δίψα της αγάπης,
σ’ ένα τοπίο που αρμόζει σε θεά.

Και με χρυσόσκονη ποτίζω τον αέρα,
να ‘ναι η κορνίζα στην εικόνα ταιριαστή,
έτσι ώστε αν δει ποτέ κανείς αυτό το έργο,
να πει πως έκανα πορτρέτο μια ψυχή.

Με πινέλο τα όνειρα,
και παλέτα τις σκέψεις μου,
στον καμβά των αισθήσεων,
χρωματίζω τις λέξεις μου.









Μια τελευταία χαραυγή

Ξημέρωσε μια ακόμη μέρα,
ξημέρωσε άλλη μια αυγή,
μα το μυαλό μου απ’ το σκοτάδι,
αναρωτιέται πως να βγει.

Μου λεν πως πάνω έχει ήλιο,
πως όλα είναι φωτεινά,
μα η καρδιά μες στο σκοτάδι,
απλώς υπάρχει και χτυπά.

Έβλεπα κάποτε τον κόσμο,
μα μία νύχτα ξαφνικά,
έγινε η αγάπη μου κομμάτια,
και δεν ξημέρωσε ξανά.

Τα χρώματα γίνανε γκρίζα,
όλα τριγύρω μου θολά,
κι εγώ θρηνούσα την αγάπη,
με το σκοτάδι συντροφιά.

Όλη η ζωή μου ένα βράδυ
και κάθε βράδυ προσευχή,
να δω ξανά κάποτε πάλι,
μια τελευταία χαραυγή.








Να ήμουν άλλος…

Είναι φορές που νοσταλγώ όσα δεν έζησα,
όσα ονειρεύτηκα σε μία μόνο νύχτα,
να ήμουν άλλος και να είχα όσα δεν μου ‘τυχαν,
να ‘χα ξεφύγει από της θλίψης τα ξενύχτια.

Να ‘χα χαμόγελο γλυκό πάνω στα χείλη μου,
να ‘ταν τα μάτια μου λαμπρά ευτυχισμένα,
όλη η ζωή μου ένα κόκκινο τριαντάφυλλο
με τα αγκάθια από τη ρίζα τους κομμένα.

Είναι φορές που νοσταλγώ όσα δεν έζησα,
όπως φαντάστηκα πως θα ‘τανε τα χρόνια,
όταν παιδάκι ακόμη πέταγα στα σύννεφα
και αγαπούσα όποιον μου χάριζε μπαλόνια.

Να ‘χα το βλέμμα το αγνό της αθωότητας
κι η κάθε λέξη να μου μοιάζει μελωδία,
όλες οι σκέψεις μου μια θάλασσα απέραντη
μακριά από κύματα, σε πλήρη νηνεμία.

Να ‘μουν ο άγνωστος που ζει σε ένα όνειρο,
να ‘μουν η αγάπη που πετάει στον αέρα,
να ‘μουν εικόνα που σκορπά παντού χαμόγελα,
να βγει αλήθεια το τραγούδι αυτό μια μέρα.

Να ‘μουν ο άγνωστος που ζει σε ένα όνειρο,
να ‘μουν η αγάπη που πετάει στον αέρα,
να ‘μουν εικόνα που σκορπά παντού χαμόγελα,
να ‘χα τη δύναμη να ζήσω αυτή τη μέρα.







Αντιστρόφως αντίστροφα

Είναι τεράστιος ο κόσμος,
πολύ μικρή δεν είναι η γη;
Είναι ατέλειωτος ο χρόνος,
πόσο μικρή μοιάζει η ζωή;!

Γυρνά ακατάπαυστα το σύμπαν,
δε μοιάζουν όλα σταθερά;
Είναι απέραντη η αγάπη,
δεν είναι λίγα τα φιλιά;

Τριγύρω άνθρωποι χιλιάδες,
μα πως πεθαίνει η μοναξιά;
Όλα φτιαγμένα από πέτρα,
μα όλα δεν είναι πια ρευστά;

Κι όλα τα ψέματα μου μοιάζουν αλήθεια,
όλη η αλήθεια ένα ψέμα του νου.
Όλα τα δάκρυα μου φέρνουν κατήφεια,
μόνη αλήθεια η χαρά ενός παιδιού.








Το πλοίο των αισθήσεων

Έσπασα το χάδι μου
σε χίλια κομμάτια
και τα άφησα πάνω σου
να νιώθεις ζεστασιά.

Και με την ανάσα μου,
φλόγα της αγάπης
μπόρεσα και άναψα
στην κρύα σου καρδιά.

Κράτησα τις σκέψεις σου
μες στην αγκαλιά μου
κι έγιναν αισθήματα
και έγιναν φιλιά.

Και με την εικόνα σου
μέσα στο μυαλό μου,
έσβησα για πάντοτε
την κρύα μοναξιά.

Το πλοίο των αισθήσεων
με φέρνει πιο κοντά σου,
ταξίδι μες στα μάτια σου,
γυρεύω τη χαρά σου.

Το πλοίο των αισθήσεων
μου δείχνει την πορεία,
ταξίδι προς τον έρωτα,
γραμμή στην ευτυχία.







Είναι η ζωή μια μαργαρίτα

Είναι η ζωή μια μαργαρίτα
κι όλα τα χρόνια μας μαδούν,
σαν πέταλα πέφτουνε κάτω,
φεύγουν και δεν ξαναγυρνούν.

Μοιάζει η ζωή μας μαδημένη
καθώς κυλάει ο καιρός,
τα χρόνια κάτω σκορπισμένα
μας φανερώνουνε το βιος.

Από άλλον είναι όλα άσπρα,
πέταλα όλα σε σειρά.
Τα χρόνια του έχουν κυλήσει
όμορφα συντηρητικά.

Από άλλον είναι μαυρισμένα
και σκορπισμένα εδώ κι εκεί.
Τα πέταλά του μαρτυρούνε
πως είχε άστατη ζωή.

Από άλλον είναι κάτω λίγα,
τα άλλα τα πέταξε μακριά.
Αυτά που θέλει να ξεχάσει,
για όσα δε θέλει να μιλά

Είναι ο κόσμος μας λιβάδι,
με μαργαρίτες στριμωχτά
κι αν φύγει μία δεν πειράζει,
δίπλα φυτρώνει άλλη μια.






Μπουμπούκι από χρυσάνθεμο

Γαρδένιες και τριαντάφυλλα,
να κάνω ένα στεφάνι,
να στο φορέσω στα μαλλιά,
όμορφη να σε κάνει.

Μα πιο όμορφη δε γίνεται
από όσο τώρα είσαι
και της καρδιάς μου τα δεσμά
μ’ ένα φιλί σου λύσε.

Υφάσματα μεταξωτά
απ’ τις γωνιές του κόσμου,
να στα προσφέρω απλόχερα,
όλα σε σένα φως μου.

Με λόγια αγάπης τρυφερά
να ντύσω τη ψυχή σου,
να νιώθεις πάντα ζεστασιά
κι αν δεν είμαι μαζί σου.

Λουλούδι είναι η αγάπη μου
που στο φιλί σου ανθίζει,
μπουμπούκι από χρυσάνθεμο,
που μπρος σου λαμπυρίζει.







Προσευχήσου σε ένα αστέρι

Στο κρεβάτι αλλάζεις πλευρά
και γυρνάς το κεφάλι.
Το μυαλό σου συνέχεια γυρνά,
άγρυπνος μένεις πάλι.

Η ζωή σου μια φυλακή,
στο κελί μένεις μόνος.
Είναι οι σκέψεις σου μια διαφυγή,
μα σε πνίγει ο φόβος.

Όρθιος πας να ανοίξεις το φως,
όμως κλείνεις τα μάτια.
Στο σκοτάδι μετράς της ζωής
τα σπασμένα κομμάτια.

Η ανάσα σου φτάνει ψηλά
και τη νύχτα αγγίζει.
Το φεγγάρι σε μια γωνιά
σε κοιτά και δακρύζει.

Προσευχήσου
σε ένα αστέρι,
να μπορέσει να σου φέρει,
ό,τι αγαπάει η καρδιά σου
κι είναι τώρα μακριά σου.

Προσευχήσου
και ευχήσου,
να ακούσει τη φωνή σου,
στην αγάπη σου να στείλει
ένα άγγιγμα στα χείλη.







Στο μαντείο της καρδιάς.

Αν είναι η αγάπη σου χρησμός,
ξέρω την μοίρα.
Απ’ το μαντείο της καρδιάς,
βοήθεια πήρα.

Για να περάσω του έρωτα
το μονοπάτι,
ψάχνω να βρω τον Πήγασο,
το ουράνιο άτι.

Που θα με πάει σε σύννεφο
του παραδείσου,
για να γνωρίσω στα κρυφά
και την ψυχή σου.

Να βρω τη δύναμη να δω
την ομορφιά σου,
πριν βυθιστεί η λογική
μες στη ματιά σου.

Άγγιξε με μόνο μια φορά,
άκου τον σφυγμό και συντονίσου.
Άσε την καρδιά σου να χτυπά,
μπες μέσα στις σκέψεις μου και αφήσου.

Κράτησε τον κόσμο απαλά,
φαίνεται μικρός από εδώ πάνω.
Κράτα όμως κι εμένανε σφιχτά,
ποτέ μου να μη νιώσω πως σε χάνω.







Εικόνες Συναυλίας
                                                                                            
Νιώσε την ένταση στης πίστας τις δονήσεις,
την υπερένταση με άλματα να ντύσεις.

Νιώσε την έκσταση της γης και του κορμιού σου
και δώσε έμφαση στο φως του αστεριού σου.

Διώξε το φόβο σου, το άγχος κάνε τέχνη.
Πιάσου απ’ το λόγο σου αν ο σφυγμός σου τρέχει.

Σβήσε την όραση και μπες στη μελωδία,
μοιάζει με όαση αυτή η συναυλία.

Δείξε το άστρο σου σε αυτούς που σ’ αγαπάνε,
κάτι δικό σου να έχουν πάντα να κοιτάνε.

Όταν τους λείπεις σε στιγμές μελαγχολίας,
να τους γεμίζει με εικόνες συναυλίας.







Συνηθίσαμε μόνοι

Μου λες πως δεν ξέρεις τι σημαίνει να γελάς,
πως έχεις πια ξεχάσει για χρόνια να αγαπάς,
το αύριο φαντάζει μου λες όπως το χθες,
πως όλα μοιάζουν ίδια και τίποτα δεν θες.

Μου λες πως έχει κρύο και άστατο καιρό,
το σπίτι σου πως μοιάζει τοπίο μοναχικό,
πως θα ‘θελες να ήσουν μέσα σε μια αγκαλιά,
σαν κάτι αναμνήσεις που ‘χεις από παλιά.

Μου λες πως είναι βράδια που σκέφτεσαι πολλά,
πως κάθεσαι στο τζάκι για ώρες στη φωτιά,
και βλέπεις μες στις φλόγες μια ψεύτικη ζωή,
που όταν σβήνει μένουνε οι στάχτες της κι εσύ.

Μου λες πως δεν πειράζει πως είσαι δυνατή,
το ξέσπασμα ήταν μόνο μια αδύνατη στιγμή,
συγγνώμη λες που σε είδα να κλαις και να πονάς,
συνήθισες πια μόνη όμορφα να περνάς.

Κι εγώ που θέλω να σε πάρω αγκαλιά, αχ πως κρατιέμαι,
ποια η αιτία που με κρατάει μακριά, αναρωτιέμαι,
που από παιδί φοβόμουν πάντα να σου πω, πως σ’ αγαπάω,
να σε αγγίξω ούτε καν που το τολμώ και σε κοιτάω.

Έχουν περάσει πια τα χρόνια και εγώ, αχ θησαυρέ μου,
άκουγα πάντα τον καημό σου με καημό, αχ άγγελέ μου,
μα δεν με ρώτησες ποτέ μου αν ποθώ, κάτι για μένα
και έψαχνα πάντα ευκαιρία να σου πω, ποθώ εσένα.







Οι άγγελοι αγαπάνε μια φορά

Ήρθε ένας άγγελος στη γη
και καθισμένος στο παγκάκι,
αναπολούσε τη ζωή
κι έψαχνε νά βρει την Ιθάκη.

Είχε μπουχτίσει στα ψηλά
κι έφυγε μακριά απ’ το θρόνο,
έψαχνε αισθήματα παλιά,
που στην αγάπη υπάρχουν μόνο.

Στου παραδείσου την αυλή,
μοιάζουνε όλα με ουτοπία.
Θέλει μια ανθρώπινη στιγμή,
να νιώσει στην αθανασία.

Πίνει το νέκταρ των Θεών
κι αναζητώντας ένα χάδι,
μπαίνει στον κόσμο των θνητών,
παραδομένος στην αγάπη.

Οι άγγελοι αγαπάνε μια φορά
κι έπειτα μένουν σκλαβωμένοι στην αγάπη.
Είναι αδύνατον να σπάσουν τα δεσμά
κι έτσι πληρώνουν της θνητής καρδιάς τα πάθη.







Παιχνίδι περιπλάνησης

Περιπλανήθηκα στου κόσμου το ξεφάντωμα
κι είδα στα μάτια σου τον ήλιο να δακρύζει
και το φεγγάρι νυσταγμένο μες στο πάπλωμα,
να ‘χει ξεχάσει πια τον τρόπο που φεγγίζει.

Είδα στα χέρια σου την ιστορία να γράφεται,
το καραβάκι της καρδιάς μας να αρμενίζει,
ένα αστεράκι στο κατάστρωμα να κάθεται
και την πορεία προς το μέλλον να ατενίζει.

Περιπλανήθηκα στης γης τ’ άγρυπνο χάραμα
κι είδα τα χρώματα να παίζουν με τους ήχους,
έβαλα λίγο από τ’ ουρανού το άρωμα
και πήγα κρύφτηκα με τις σκιές στους τοίχους.

Είδα στα χείλη σου ανάγλυφα αισθήματα
να λαμπυρίζει φωτεινά κάθε σου πάθος,
στρωμένο χιόνι η καρδιά σου με πατήματα,
μέτρο αγάπης, κάθε ίχνους της, το βάθος.

Της περιέργειας το κίνητρο με βύθισε
σ’ ένα παιχνίδι περιπλάνησης για χρόνια,
μα η κάρτα του έρωτα που τράβηξα βοήθησε
να μένω σταθερός και να κινώ τα πιόνια.






Ασπασία

Με μολύβι ζωγραφίζω τη χαρά μου,
δίχως χρώματα και δίχως φαντασία.
Έχεις διώξει μια για πάντα τα όνειρά μου
και έχει η μείνει η σκιά σου Ασπασία.

Μοιάζει η ανάσα μου βαριά διακεκομμένη
και τα βλέφαρα λυγίζουν απ’ τη σκόνη,
που μαζεύτηκε στην άδεια τη ζωή μου,
σαν το πιο παλιό το τελευταίο βαγόνι.

Ο σταθμός σου είναι μακριά και δε προφταίνω,
σάπια σίδερα το σώμα και πονάω
κι αν δε μπόρεσα ποτέ μου να σε φτάσω,
δε σταμάτησα στιγμή να σ’ αγαπάω.

Το τασάκι μου γεμάτο από στάχτες
κι ας γνωρίζεις πως ποτέ μου δε καπνίζω,
κάθε μέρα καίω εκεί τα σχέδιά μου,
αυτά που έκανα και που δε θα τα ζήσω.

Αγόρασες τον έρωτά μου μ’ ένα χάδι,
δανείστηκες και τη καρδιά μου για ένα βράδυ,
μα στο μυαλό μου έγραψες με τα φιλιά σου,
σε χρώμα κόκκινο βαθύ το όνομά σου.






Στο σιντριβάνι της ψυχής

Μοιάζει το βλέμμα σου
με γκρίζα μελωδία,
νότες που χάθηκαν
στης θλίψης την πορεία.

Κι είναι τα μάτια σου
εικόνα δίχως βάθος,
τριγύρω ψάχνουνε
της νιότης σου το πάθος.

Μοιάζει το σώμα σου
με πήλινο αγγείο,
σαν ετοιμόρροπο
να σπάσει στο αντίο.

Είναι τα χείλη σου
κρύα σαν πορσελάνη,
προσμένουν το άγγιγμα
που θα τα αναθερμάνει.

Έχω μια έμπνευση ζωής,
να σηκωθείς και να χορέψεις
στην ανεμόσκαλα της γης,
να μείνεις όρθια και να αντέξεις.

Έχω μια έμπνευση ζωής,
να ρίξεις κέρμα να ξεχάσεις
στο σιντριβάνι της ψυχής,
να αγαπηθείς και να γελάσεις.







Στα σεντούκια του ονείρου

Νυσταγμένα τα βλέφαρα γέρνουν
κι αγκαλιάζουν τη σκέψη,
μεταξένια η υφή των ονείρων,
την οδό θα διαλέξει.

Σαν νεράιδα η νύχτα χαρίζει
μια γλυκιά μελωδία,
τα αστέρια γελούν στο φεγγάρι
με ουράνια αρμονία.

Φευγαλέες εικόνες βουλιάζουν
στης ψυχής τον πυθμένα,
αιωρούνται και πέφτουν τα πρέπει,
σαν χαρτάκια σχισμένα.

Ξεπροβάλει η λαχτάρα η κρυμμένη
στα αφανέρωτα μέρη,
ψιθυρίζει το στόμα μια λέξη
και γλυκά τη προφέρει.

Τα κρυμμένα σεντούκια του ονείρου
ξεκλειδώνουν τα βράδια
κι αναδύουνε πάθη και ευχές,
ώσπου μένουνε άδεια.

Τα ανεκπλήρωτα πάθη και ευχές
σαν φτερά στον αέρα,
στροβιλίζουν και μπαίνουν ξανά
στα σεντούκια τη μέρα.







Κι έσβησε…

Έσπασε,
η πορσελάνινη καρδιά, έπεσε και έσπασε.
Κείνη που θαύμαζαν,
που έστεκαν άφωνοι όλοι γύρω και τη θαύμαζαν.

Κι έσβησε,
ένα αστεράκι φωτεινό έγειρε και έσβησε.
Κείνο που έλαμπε,
που έδινε δύναμη στα άλλα κι όλο έλαμπε.

Έλειψε,
η αγαπημένη μας φωνή κι όλας μας έλειψε.
Κείνη που άκουγαν,
που έστεκαν άγνωστοι όλοι γύρω και την άκουγαν.

Κι ένιωσε,
μία απρόσμενη χαρά σίγουρα ένιωσε.
Κείνη που έψαχνε,
που χρόνια ολάκερα μοχθούσε και την έψαχνε.

Μα τίποτα δε χάνεται αν είναι αληθινό,
αιώνια στη μνήμη σου φωλιάζει.
Η θύμησή του ζωγραφιά πάνω σε φυλαχτό,
προστάτης που στους φόβους σε αγκαλιάζει.








Του ονείρου το βουνό

Βυθισμένος σε αέρινη αιώρα,
στου μυαλού τα μονοπάτια τριγυρνώ,
κουρασμένος απ’ την τόση ανηφόρα
για να ανέβω στου ονείρου το βουνό.

Γιατί μου ‘παν πως συχνάζει εκεί πέρα
όποιος έφυγε μακριά απ’ τον κόσμο αυτό,
ζει σαν πρώτη του φορά την κάθε μέρα
και τα βράδια τραγουδά το παρελθόν.

Κι έτσι ανέβαινα ζητώντας ένα βλέμμα,
δυο ματάκια σε απόχρωση ουρανού
κι αν τριγύρω όλα δήλωναν το ψέμα,
εγώ πήγαινα στο νεύμα του βουνού

Κι αν υφαίνουν οι τρεις μοίρες τη ζωή μου
και το χτένι τους μας έχει μακριά,
στερεμένη από δάκρια η ψυχή μου
τα υπόλοιπά μου χρόνια τα πουλά.

Να αγοράσω από το ύφασμα του κόσμου
ένα ελάχιστο κομμάτι ουρανό,
με το βλέμμα σου σα θύμηση εμπρός μου
σε γυρεύω στου ονείρου το βουνό.







Να θυμάσαι πως θα ‘μαι εδώ

Μια φωτογραφία σου κρατώ,
κομμένη στο σχήμα απ’ το κορμί σου
και τα δάκρυά μου συγκρατώ,
καθώς θυμάμαι τη φωνή σου.

Κι ήτανε τα λόγια σου γλυκά,
σαν κόμπος που σφίγγει την καρδιά μου
και γυρίζω απόψε στα παλιά,
στην άκρη αφήνω τη χαρά μου.

Στη φωτογραφία σου κοιτώ
τους στίχους που ‘γραψες από πίσω,
όσο κι αν τους κρύβω δε μπορώ,
να φύγουν για πάντα να τους σβήσω.

Κι ήτανε τα λόγια σου γλυκά,
σα χάδι να με καθησυχάζουν
κι άφησες στο τέλος και φιλιά,
με αγάπη για να με κομματιάζουν.

«Σου χαρίζω αυτή την εικόνα,
να θυμάσαι πως θα ‘μαι εδώ,
τα ματάκια σου δε θα ‘ναι μόνα,
θα ‘μαι δίπλα σου να τα φιλώ.

Όπως σ’ έχω αγκαλιά και κοιμάσαι,
τα όνειρά σου μ’ αφήνεις να δω,
δε χρειάζεται πια να φοβάσαι,
να θυμάσαι πως θα ‘μαι εδώ».








Μαριονέτα του πάθους

Τα ματάκια σου δείχνουν
του σκοπού την αιτία,
πώς γεννήθηκε η αγάπη
στης ζωής την πορεία.

Σαν νεράιδα του πάθους
με εγκλωβίζεις σε κύμα,
καθώς χάδια με πνίγουν,
ψιθυρίζεις το ποίημα.

Μοιάζει η αγάπη μας στο χρόνο ερμαφρόδιτη,
δίχως να ξέρει την πηγή της ύπαρξης της,
στέκει κοιτάει και γελά απλά εμβρόντητη,
ώσπου να βρει τα όρια της αντοχής της.

Τα ματάκια σου δείχνουν
την τροχιά της καρδιάς μου,
λαμπυρίζουν και κλείνουν
τη στιγμή της φθοράς μου.

Μαριονέτα του πάθους
στροβιλίζω σε κύμα,
καθώς παίρνω ανάσες,
ψιθυρίζω το ποίημα.








Το μαντείο των αδελφών

Γιατί να είναι δύσκολη η ζωή μας;
Αν λέγαμε όλοι όσα αισθανόμαστε,
αν κάναμε κάθε στιγμή ότι νιώθαμε,
αν σπάζαμε την εύθραυστη σιωπή μας…

Γιατί να είναι δύσκολες οι λέξεις;
Αν δείχναμε με πράξεις τα αισθήματα,
αν φτιάχναμε στους άλλους τα πατήματα,
αν βγάζαμε το πέπλο από  τις σκέψεις…

Πώς γίνεται μαζί σου να ’μαι μόνος;
Αν άνοιγες διάπλατα τα μάτια σου,
αν με άφηνες να δω πίσω απ’ τα χάδια σου,
αν είχε κι άλλη διέξοδο ο φόβος...

Πώς γίνεται να έχω ακόμη άγχος;
Αν έβγαζες μπροστά μου τις φοβίες σου,
αν μου ‘λεγες για τις επιθυμίες σου,
αν άφηνες ελεύθερο το πάθος…

Μοιάζουν οι φίλοι με προφήτες,
που ερμηνεύουν ενοχές,
για όσα κρύβει το μυαλό μας
και προμηνύουν οι σιωπές.

Με τις αρχέγονες εκλάμψεις,
του μαντείου των αδελφών,
εικάζουμε έρωτες και αγάπες,
με ερμηνείες των ψυχών.








Πάντα στο μηδέν

Κι αν τεντώνω τα χέρια ψηλά
και στις μύτες πατάω,
δε μπορώ να σε φτάσω ξανά
ή αν θες δεν τολμάω.

Γιατί φόρα αν πάρω πολύ
ίσως και να σ’ αγγίξω,
μα φοβάμαι κι αυτή τη στιγμή
την καρδιά μου ν’ ανοίξω.

Έτσι μένω μονάχος εδώ
και δειλιάζω στη σκέψη,
λέω πως είναι πολύ σκοτεινά
κι ότι θέλω να φέξει.

Μα και πάλι όταν βγει το πρωί
στη μορφή σου σαστίζω,
δοκιμάζω να βγάλω φωνή,
δε μπορώ κι ας πασχίζω.

Αχ τα μάτια σου μοιάζουν λαμπρά
χρυσαφένια αστέρια,
ψάχνω τρόπο μα δε ξέρω πώς
να τεντώσω τα χέρια.

Θέλω τόσο να νιώσω κι εγώ
όσα νιώσανε άλλοι,
όμως όσο και αν προσπαθώ
στο μηδέν μένω πάλι.







Ψυχής ταξίδι

Ταξιδεύει το μυαλό μου
και η καρδιά μου δραπετεύει στα κρυφά.
Η εικόνα σου εμπρός μου,
με γεμίζει με ανεκπλήρωτα φιλιά.

Λιγοστεύει η αντοχή μου,
όταν το άγγιγμά σου έρχεται κοντά.
Ένα κέρμα η ζωή μου
κι εγώ στέκομαι στη λάθος της πλευρά.

Με ένα σάλτο αντικρίζω
την αγάπη που κρατούσες μακριά.
Το κορμί σου διασχίζω
και σε φέρνω στο δικό μου πιο κοντά.

Παρανάλωμα τα χείλη
κι η φωνή μου δεν ακούγεται άλλο πια.
Η ματιά σου παρασύρει
τη δικιά μου να μιλήσει φανερά.

Δεν αντέχει η λογική μου,
στου έρωτά σου την αστείρευτη φωτιά.
Παραδίνεται η ψυχή μου
και αφήνεται σε χάδια τρυφερά.








Για ένα βλέμμα σωστό

Δίχως απήχηση σκέψεις,
άπειρες άχαρες λέξεις,
όσο κι αν θες να πιστέψεις,
όλα θα φεύγουν μακριά.

Άχρωμες, σκούρες εκλάμψεις,
άναρχες άβουλες κάμψεις,
όσο κι αν θέλεις να λάμψεις,
όλα φαντάζουν θολά.

Δίχως αντίκρισμα πράξεις,
άκυρες λάθος ενάρξεις,
όσο κι αν θες να πετάξεις,
όλα σου μοιάζουν ψηλά.

Άκαρπες ύστατες τύψεις,
άσπονδες ίδιες εκπλήξεις,
όσο κι αν θέλεις να λείψεις,
όλα σε φέρνουν κοντά.

Μοιάζει ο κόσμος βιτρίνα
και διαφημίζει εκείνα,
που προσπαθώ να ξεχάσω
παντοτινά, πριν χαθώ.

Θέλω να μάθω εμένα,
να μην τα έχω χαμένα
κι όταν κοιτώ στον καθρέφτη,
να ‘ναι το βλέμμα σωστό.








Κρατήσου από το αύριο

Αν ήμουνα εγώ ο εφιάλτης σου
και έκλαιγες για μένανε τα βράδια,
άσε με να γίνω τώρα ο χάρτης σου,
στης λήθης να σε πάω τα μονοπάτια.

Την άγκυρα του πόνου έλα και κόψτη ναι,
αργά να αρμενίσει η ματιά μου,
στο σώμα σου ολάκαιρο που έμοιαζε
με όρμο που σκεπάζει τα φιλιά μου.

Αν ήμουν το πανί που μες στο κλάμα σου,
μοχθεί και συγκρατεί το κάθε δάκρυ,
άσε με να γίνω ένα τάμα σου,
που κάνεις από απόλυτη αγάπη.

Ουράνιο τόξο έλα και ζωγράφισε,
ανάμεσα στο αύριο και στη θλίψη,
τα χρώματα γλυκά να σε αγκαλιάσουνε
και τίποτα στο εξής να μη σου λείψει.

Κρατήσου από το αύριο και άφησε
να πέφτουνε οι λύπες προς τα πίσω,
το γέλιο σου ήταν άλλωστε που μου άρεσε
και με έκανε τρελά να σε αγαπήσω.

Κρατήσου από μένανε και άφησε
να πέφτουν τα μαλλιά σου όλα πίσω,
το γέλιο σου ήταν άλλωστε που μου άρεσε
και με έκανε τρελά να σε αγαπήσω.








Σε αγγίζω ξανά

Ιστορίες που λέμε για κάποιον,
παραμύθια που λέμε για μία,
εγώ έζησα όμως μαζί σου,
την απόλυτη αμηχανία.

Ένα βράδυ σαν όλα τα άλλα,
είδα κάτι που δεν είχα ζήσει,
μια εικόνα που όσο κι αν θέλει,
δε μπορεί πια κανείς να τη σβήσει.

Μία νύχτα που έγινε μέρα
και η μορφή σου υπάρχει ακόμη,
θα σε έβρισκα όπου κι αν ήσουν,
Βερολίνο, Παρίσι ή Ρώμη.

Απ’ τη πρώτη στιγμή που σε είδα,
η καρδιά σαν να άλλαξε θέση,
σαν να ακούω μια χτύπο, μια γέλιο
και νομίζω πως κάπου μ’ αρέσει.

Σε αγγίζω δειλά
και γνωρίζω πως ήρθες για μένα.
Σε αγγίζω ξανά
δυο κορμιά, δυο ψυχές, όλα ένα.

Αγάπησα την τρέλα σου και την αθωότητα σου,
δε με ένοιαζε η καταγωγή και η ταυτότητα σου.
Μου φάνηκε όλο γρήγορο και κάπως τραβηγμένο,
μα κάτσε ξανασκέψου το, δε λένε στο πνιγμένο.
Πιάστηκα απ’ το βλέμμα σου κι ανέβηκα στα ύψη,
αλήθεια λεν πως η ομορφιά σε βγάζει από τη θλίψη.
Εκεί είναι που κατάλαβα πως ήσουνα αλήθεια,
αυτό που πάντα μου ‘λειπε και φώναζα βοήθεια.
Ερωτευμένος ξέφυγα από της γης το κάστρο
και πια εγκαταστάθηκα στο πιο ωραίο άστρο!






Ίσως έφταιξα εγώ

Ακούμπησα τη νύχτα με τα δάκρυα
και έσταζαν τα μάτια μου καημό,
δεν ήθελα αγάπη να μου έταζες,
ήθελα μόνο λίγο να σε δω.

Ας είχες λίγο χώρο και για μένανε,
αντίκρυ απ’ την καρδιά σου μια γωνιά,
να έστεκα τα βράδια να απολάμβανα,
την πιο όμορφη που υπάρχει μοναξιά.

Ας φρόντιζα μονάχος την αγάπη μας
κι ας είχα τις ευθύνες και των δυο,
θα ήμουν από όλους πιο χαρούμενος,
μα ξέχασα πως είναι να γελώ.

Απείλησα τη μέρα με τα λόγια μου,
να φύγει, να χαθεί παντοτινά,
μαζί της δε μπορώ να ονειρεύομαι,
μακριά σου προτιμώ τα σκοτεινά.

Ίσως και να σε έπλασα σαν άγγελο,
να σου βαλα δυο ψεύτικα φτερά,
ίσως να ήσουν μόνο κάτι άυλο,
που σπάει και σκορπά με δυο φιλιά.

Με όποιον τρόπο όμως και να σε έφτιαξα,
σε αγάπησα για πρώτη μου φορά,
στο μόνο που μετάνιωσα και ξέχασα,
ήταν να σε πάρω μια αγκαλιά.







Το μαύρο αγάπησα

Σπασμένη πυξίδα, μου δείχνει το τέλος,
ουράνιο βέλος χτυπάει τη σιωπή.
Ανήμπορος είδα να πέφτουν οι λέξεις,
μα θα τις μαζέψεις μέχρι την αυγή.

Σε μαύρο τσουβάλι λιπόθυμες φράσεις,
κομμένες εκφράσεις, γνωστή συνταγή.
Σκυμμένο κεφάλι κρατώντας τους ήχους,
σα δέσμιους στίχους σε γκρίζο χαρτί.

Μα μένα η φωνή μου αντάρτισσα μοιάζει
και δε τη τρομάζει η μαύρη σκιά.
Τις τύψεις φοβάται που σαν συμμορία
σε κάθε αγωνία σου ρίχνουν ζαριά.

Αχόρταγο ζάρι κυλάει στη ζωή μου
και μοιάζει η ψυχή μου πηγάδι βαθύ.
Ατέλειωτα βάρη πουλώ κι αγοράζω,
μα όλα τα αλλάζω για μια χαραυγή.

Σαν πλούσιος ζητιάνος γυρεύω την τύχη,
μα έχω τον πήχη λιγάκι ψηλά
κι ο ήλιος ο πλάνος δε βγαίνει το βράδυ,
μα μες στο σκοτάδι είν' όλα χρυσά

και ξεγελάστηκα.....
το ξέρω βιάστηκα..... 
το μαύρο αγάπησα.....
και παραπάτησα........







Μικρά μυστικά

Μοιάζει η ανάσα με φως και συ σαν ήλιος λαμπρός,
να με αγκαλιάζεις καθώς  μας πλησιάζει ο βυθός.

Μες στα παιχνίδια του νου, μου δίνεις φρούτο λωτού,
να μη θυμάμαι για πού, να μη ρωτάω προτού,

μου δώσεις μαύρο φιλί και με σπασμένο γυαλί,
μου αφήσεις μες στη ψυχή, παντοτινή σου ουλή,

να μη ξεχνάω για ποιον, πονώ εδώ στο παρόν
με αγάπη μία, καρμπόν, στο πέρασμα των ετών.

---

Μοιάζει η καρδιά μου νησί και η θάλασσα μου εσύ,
μα όταν πατάω στη γη, ο ερωτάς μου νοσεί.

Θέλω να μείνω ψηλά, που είναι όλα απλά,
σε όσα μοιάζουν θολά, να βάλω γέλια διπλά,

να μη μ’ αγγίζει ο καιρός, να μη με βλέπει εχθρός
και όποιος φίλος στενός, να μου εξηγήσει το πώς,

ξέρω πως έχεις σκοπό κι ότι μαζί σου πονώ,
μα δε μπορώ να αρνηθώ, όσα για χρόνια ποθώ.

---

Κάθε σιωπή δυνατή, κάθε βουβή μου φωνή,
κάθε μου πόνο γλυκό, ψάχνω στα μάτια σου.

Φτιάχνω κολιέ με φιλιά, με κάποια γέλια πικρά,
φτιάχνω μικρά μυστικά, με τα κομμάτια σου.






Η μελωδία της Ιουλιέτας

Αν αγαπήσεις μια μορφή,
θα τη θυμάσαι πόσα χρόνια.
Μα αν αγαπήσεις μια ψυχή,
θα χαραχτεί εμπρός σου αιώνια.

Θα αισθανθείς ξανά παιδί,
με ένα χαμόγελο στο στόμα.
Σαν ζωγραφιά και στη ζωή
θα θες παντού να βάλεις χρώμα.

Αν ενωθούνε δυο κορμιά
δε θα ναι τίποτα όπως πρώτα.
Μα αν ενωθείς με μια καρδιά,
θα ακούς δυο χτύπους ίδια νότα.

Θα οδηγηθείς μες στο χορό
και δε θα θες να σταματήσεις,
γιατί φοβάσαι τον καιρό
που δε θα έχεις να αγαπήσεις.

Σε μια ορχήστρα ονειρική
δίνω ρυθμό με κάθε χάδι,
με κάθε βλέμμα σου βαθύ,
βάζω στις νότες μου σημάδι,

για να πετύχω το σκοπό
στις αποχρώσεις της παλέτας,
βάφω με πάθος το χορό,
στη μελωδία της Ιουλιέτας.






Άλλη μια εκκίνηση

Φουλάρω με συγκίνηση και να ‘μαι στην εκκίνηση, να αρχίσω τον αγώνα.
Γράμματα και τάματα και αρχίσανε τα κλάματα και τούτο τον αιώνα.

Αγία Πολεμίστρια, κυρία ανθυπασπίστρια, με κούρασε το βάρος.
Τα όπλα με ρημάξανε, απ’ την καρδιά με αρπάξανε και μου ‘κλεψαν το θάρρος.

Και βρίσκομαι ανάσκελα να μου μοιράζουν φάσκελα, εκείνοι που κοιτούσαν.
Που μου ‘διναν το χέρι τους, μα με είχαν στο καρτέρι τους, όταν μονολογούσαν.

Μου σήκωσαν την άγκυρα και με έσπρωξαν παράταιρα, σε άλλη παραλία.
Μα ο καημός με ξέβγαλε και στα όνειρά μου έβαλε, καινούρια μπαταρία.

Και άρχισα να σκέφτομαι και εντέχνως να παιδεύομαι, να στήσω ανδριάντα.
Για όσους με κατάντησαν στον κόσμο που μου δάνεισαν, σοφό πριν τα τριάντα.

Μερόνυχτα ξενύχτησα κι αντίκρισα μια γύφτισσα, που διάβαζε τη μοίρα.
Μου είπε πως κουράστηκα και κλάταραν τα λάστιχα, απ’ την πολλή την πείρα.

Έτσι αναπόλησα και στο μυαλό μου δώρισα, αλκοολούχο βράδυ.
Τραγούδαγα και έπινα, μέχρι που ξάφνου έγινα, σκιά μες στο σκοτάδι.

Και πάλι κατρακύλησα και στην Αγία μίλησα, για μια καινούρια μάχη.
Και να ‘μαι στην εκκίνηση, με απρόσμενη συγκίνηση, απέναντι απ’ τα άγχη.






Στης αλήθειας τα λεπτά

Γράφω στο κενό τραγούδια κι έπειτα τα φυσώ,
να πλανώνται στον αέρα, μήπως μάθω να αγαπώ.

Ρίχνω ολόγυρά τους νότες, όμορφη μουσική
κι όποτε χτυπούν ακούω, να μιλάει η αφή.

Γράφω με κλειστά τα μάτια, τάχα ανατρεπτικά,
μήπως και δοθεί αξία και φανούν μοναδικά.

Κατά τα άλλα είναι ίδια, με όσα γράφω μια ζωή,
όσα τραγουδούν τα μάτια, όσα λέει το φιλί.

Μπήκα στο χορό των στίχων, πέρα απ’ την πλανεύτρα γη,
στο σαγήνευμα των ήχων, έμαθα για τη σιωπή.

Πως στο τέλος της αλήθειας, απομένουν δυο λεπτά,
ένα για να πεις δυο λόγια κι ένα για μια αγκαλιά.








Για αυτούς που θέλησαν να πουν κάτι παράταιρο, κάτι ανάρμοστο κοινωνικά. Ανάρμοστο για μας, γιατί αλλιώς μας έχουν μάθει το σωστό. Εκεί λοιπόν στο δικό τους κόσμο, στη δική μας κόλαση, μπορούν να ηρεμήσουν. Τους αρκεί που τους κατάλαβαν έστω και λίγοι. Τους αρκεί που υπάρχουν και στην κόλαση λουλούδια.

Υπάρχουν και στην κόλαση λουλούδια

Δειλά ξεκίνησες στο πιο βαθύ σκοτάδι.
Πέταξες πίσω μακριά το γυρισμό. 
Κάποιοι προέβλεψαν πως θα 'φτανες στον Άδη,
πως είχες πιάσει λανθασμένα τον σκοπό.

Λέγαν η πίστη η κρυφή που 'χες σε σένα, 
πέρναγε ακόμη και εκείνη του Θεού.
Ότι στο χέρι είχες πάντοτε μια πένα,
για να θυμάσαι κάθε νότα του χαμού.

Είπαν πως έγραψες τους στίχους του αέρα, 
τον κάθε ψίθυρο που λέει η ακρογιαλιά, 
ότι στο δάχτυλο φορούσες πάντα βέρα, 
από το γάμο που 'χεις με τη μοναξιά.

Μα εγώ έχω δει όλους τους στίχους σου γραμμένους, 
έχω αγγίξει από παιδί κάθε στροφή,
δε θα ασπαστώ ξανά ποτέ τους γελασμένους,
χτυπώ στις λέξεις τους την κάθε αφορμή.

Είπες πως γέλασε η σφίγγα τελευταία,
κι ότι είχε φτάσει απλά η ώρα κι ο καιρός.
Είπες πως κόψαν το κεφάλι απ' τη Λερναία
και ότι ο άθλος μόνο έγινε διπλός.

Είπες ο Νώε ότι βούλιαξε ένα βράδυ
και κάποιοι κέρδισαν τη μάχη της ζωής.
Στον Ιησού είπες πως άρεσε το χάδι
σε απτό κορμί με την παλάμη της ψυχής.

Κι αν σε εξορίζουν οι κραυγές και οι αρνήσεις,
αν σε χτυπούν οι μαζικές φόβου φωνές,
στον κάθε στίχο σου δέσε τις αντιρρήσεις, 
και σφιξ’ τον κόμπο με τις πιο λαμπρές σιωπές.

Γιατί υπάρχουν και στην κόλαση λουλούδια,
γιατί κουράζουν τα πολλά ιδανικά,
γιατί τα πρώτα και πιο όμορφα τραγούδια,
κρύβουν βαθιά τα πιο μεγάλα μυστικά.







Μικρές μεγάλων σκέψεις

Κάθε λεπτό, κάθε στιγμή,
κοιτώ να βρω διαφυγή,
να ‘χω κοντά μου μία έξοδο κινδύνου.

Γιατί έχω μάθει από παιδί,
πώς να πετώ γύρω απ’ τη γη,
στον Τροπικό κρατιέμαι κύκλο Του Καρκίνου.

Και ταξιδεύω με το φως
και κάνω σκέψεις διαρκώς,
μέχρι να νιώσω κουρασμένα τα φτερά μου.

Με τις αχτίδες που κρατώ,
χτυπώ απαλά τον ουρανό
και μες στα σύννεφα αφήνω τη χαρά μου.

Έπειτα έρχομαι ξανά,
πατώ στα ανθρώπινα χαλιά,
μα τα χαλιά αλλιώς τονίζονται για μένα.

Κάθε λεπτό, κάθε στιγμή,
κοιτώ να βρω διαφυγή
ή ένα χαρτί να ‘χω κοντά μου και μια πένα.

Μικρός ζωγράφος ποιητής,
μικρός αλεξιπτωτιστής,
μικρός ο κόσμος και μικρά τα βήματά μου.

Μα στη μικρή αυτή ζωή,
μία μικρή σκέψη αρκεί,
για να χαθώ στα πιο μεγάλα όνειρά μου.







Σε μια γωνιά

Παροπλισμένος από σκέψεις,
χαμένος κάπου στους αιώνες,
σε αναζητώ μες στις γοργόνες,
μήπως με δεις και επιστρέψεις.

Χιλιάδες πρόσωπα θλιμμένα
που ενοχλώ χωρίς αιτία,
έχω εθιστεί στην αμαρτία
με τις ελπίδες μου για σένα.

Και τριγυρνώντας μες στο χρόνο,
βρήκα ανάσες που ζητούσες,
τότε που ακόμα μου μιλούσες.
Κοίτα που τώρα δε πεισμώνω.

Πριν σε πιέσω όπως είπες,
πριν τσαλακώσεις τη ρουτίνα,
τραβώντας πέρα την κουρτίνα
αφήνοντας να μπουν οι λύπες.

Φεύγω μου λες δεν έχω χρόνο.
Άλλη φορά θα σου εξηγήσω.
Κάποια φορά που θα βαδίσω
πάλι στον πρώτο μας το δρόμο.

Νόμιζα πως κυριολεκτούσες.
Ότι δε σου έφτανε η ώρα,
για να ξεπλύνει πια η μπόρα
όσα εσύ αδυνατούσες.

Με πλημμυρίσανε εικόνες
από όλα όσα αγαπούσες
και από εκείνα που μισούσες
σε κάποιους κρύους μας χειμώνες.

Στο παγωμένο τώρα τζάκι,
η στάχτη έχει γίνει σκόνη.
Το μόνο πια που μας ενώνει
μία γωνιά εκεί στην άκρη.







Δεν έχουν τα όνειρα άκρες

Δεν έχουν τα όνειρα άκρες,
δεν έχουνε τέλος και αρχή,
θυμάμαι που είπες μια μέρα
σε φόντο ουρανού θαλασσί.

Αρχίζουν συνήθως μεγάλα,
τυχαία σε κάποια στιγμή
και κοίταζες πάντα επάνω,
μέχρι που ήρθε η αυγή.

Στα σύννεφα είπες θα ανέβεις
και θα ‘χεις μαζί σου μπογιά,
αστέρια πολλά θα ενώσεις,
για να σχηματίσεις καμβά.

Με χρώμα του ήλιου θα γράψεις,
να κάνουμε όλοι μια ευχή,
τα όνειρα που προσδοκούμε,
να μην έχουν τέλος κι αρχή.

Στο μέρος που δεν έχει ώρα,
εκεί που χτυπάει η καρδιά,
τα λόγια σου μοιάζαν με μπόρα,
μα στέγνωσα τώρα ξανά.

Εκεί που το φως της ημέρας,
τρεμάμενο μοιάζει κερί,
θυμίζαν τα μάτια σου όσα,
έχουνε πια ξεχαστεί.






Ουρανός πειρασμός

Θα πάω ψηλά εκεί που τα όνειρα δεν έχουν οξυγόνο,
εκεί που σβήνουν ένας ένας οι αβάσταχτοι καημοί,
ψηλά εκεί που όταν χτυπάω τώρα πλέον δε ματώνω,
εκεί που αιώνια ακούγεται η γκρίζα μουσική.

Η μουσική που δε γνωρίζει από στίχους πονεμένους,
αυτή που κρέμασε στις νότες της πειρατικό πανί,
όσους δεν έσβησε τους άφησε για πάντα αναμμένους,
πόθους που γέννησε ανέκφραστα η άγρυπνη σιωπή.

Θα πάω μακριά εκεί που βγαίνουνε στους δρόμους όταν βρέχει,
εκεί που κρύβουνε τον ήλιο σε πηγάδι σκοτεινό
και γύρω γύρω κάνουν κύκλο και ο ένας που απέχει,
λέει: ηλίου φαεινότερο να αρχίσω το χορό.

Στο χορό που ο κάθε ένας τους κρατάει μια αχτίδα,
εκεί ψηλά που όλοι πίνουνε της φώτισης νερό,
θα ορκιζόμουν πως την όψη σου ανάμεσα τους είδα,
να κοιτάς με ένα γέλιο που όλο θέλω να γευτώ.

Είναι μικρός ΜΙΚΡΟΣ ο όμορφός μας κόσμος,
μα γλυκός ΓΛΥΚΟΣ ο κάθε πειρασμός,

και είναι μικρός ΜΙΚΡΟΣ ο όμορφός μας κόσμος,
κι ο ουρανός ΚΙ ΑΥΤΟΣ μοιάζει πειρασμός.







Μαύρα μυστικά

Κοιτάς χαράματα στην άδεια παραλία
να αργοπεθαίνει η χαρά σε μια γωνιά
και το φεγγάρι να ερευνά με αμηχανία,
τη μεταμόρφωση του χρόνου σε φονιά.

Κάθε λεπτό που αιμορραγεί το όνειρό σου,
κάθε σου σκέψη που ανοίγει την πληγή,
έχουνε κάνει τον παράλογο σκοπό σου,
να μοιάζει η μόνη λογική επιλογή.

Και τρεμοπαίζουν τα αστέρια από αγωνία.
καθώς το βλέμμα σου καλπάζει στο κενό,
ψάχνουν να μάθουν ποια σε οδήγησε αιτία,
για την αλήθεια που ξεβράζει το νερό.

Τώρα το στρώμα σου σε πλήρη νηνεμία,
μα τρέχει ο νους πάλι απόψε στα παλιά.
Όταν η μπόρα έφερε μαύρη τρικυμία,
όταν η θάλασσα σου πήρε τη μιλιά.

Μαύρο μπλουζάκι, μαύρος σκούφος κι ένα δάκρυ.
Μαύρο μπλουτζίν και στα μαλλιά, μαύρα γυαλιά.
Όταν πρωτόσπασε το έγχρωμο κατάρτι,
δεν βρήκες χρώμα κι ούτε όρεξη ξανά.






Δεσποινίς οπτασία

Γεια χαρά δεσποινίς οπτασία.
Αδιανόητο να ‘ρθετε εδώ.
Ποια πλανεύτρα σας έφερε αιτία;
Μήπως να βοηθήσω μπορώ;

Δεν αρμόζουν σε εσάς τέτοιοι χώροι,
μαγαζιά βήτα διαλογής.
Είναι αλήτες εδώ οι σενιόροι,
με στυλάκι κακής διαγωγής.

Εάν θέλετε κι επιθυμείτε
πάμε έξω για δύο λεπτά,
επιμένετε, εντάξει μπείτε,
μα κρατήστε σφιχτά την καρδιά.

Το ποτό στην κυρία από μένα
θέλει απόψε να δει τη ζωή.
Μη σας νοιάζει που είναι στην πένα
θα τολμήσει να μπει στη γιορτή.

Το παλτό σας μακριά και τις γόβες ψηλά,
κρατηθείτε γερά απ’ το ποτήρι.
Λίγο ακόμη κοντά κι ο χορός μας φωτιά
κι Ενικός να μου κάνεις χατίρι.

Είσαι μάτια μου φως, ο κρυφός μου εμπρησμός
κι αύριο όλα θα τα χεις ξεχάσει.
Μα απόψε ευτυχώς όσο αντέχει ο ρυθμός,
συνεχίζουμε κι όπου μας φτάσει.






Πεσμένος ήρωας

Κάπου στην τρέλα μας μέσα στο φως,
πλάι στου κόσμου το ξεφάντωμα,
μοιάζει ο ήλιος σας κάπως χλωμός,
ίσως να φταίει όμως το δικό μου θάμπωμα.

Μικρός ξεκίνησα να ακροβατώ
πάνω στης τέχνης τα ερεθίσματα.
Μα κάθε άνοιξη που αιμορραγώ,
σαν να αραιώνουνε νομίζω τα καθίσματα.

Κάπου γελάστηκα από το χθες
με ένα τραγούδι σας μακάβριο.
Ήρθε το σήμερα με προσταγές
και με παρέσυρε στο διάβα του το αύριο.

Δίχως πατήματα δίχως λαβές
πώς σταματάει ο μονόλογος;
Θυμάμαι κάποτε μικρές χαρές,
όταν μου είπατε πως όλα θα ‘ναι πρόλογος.

Και λέω κοίταξε να δεις που φύγανε όλοι,
εκεί που νόμιζα πως άνοιξε η αυλαία,
δεν μείνανε άλλοι για εμάς κρυμμένοι ρόλοι,
πρώτη παράσταση μα μοιάζει τελευταία.

Η άδεια αίθουσα γεμάτη από σκέψεις,
η ηχώ ξεφάντωσε και άρχισε παιχνίδια.
Εύκολο δείχνει τώρα πλέον να μαντέψεις
γιατί είναι ο ήρωας πεσμένος στα σανίδια.






Στο ύπνου το κύμα

Ανέβηκα στου ύπνου το κατάρτι,
κουνούσε το καράβι η νυχτιά,
Το σώμα βυθιζότανε στα άγχη
και ξαγρυπνούσε μόνη η ματιά.

Ανέβλυζαν τα σύννεφα λαχτάρα,
τα κύματα χτυπούσαν το θυμό
και πάνω από το σώμα το σεντόνι
κρατούσε τα όνειρά μου στο βυθό.

Κατέβηκα στου ύπνου το αμπάρι,
μαζεύτηκε η ψυχή μου στη γωνιά.
Πετούσανε οι μέρες και οι γλάροι
και άκουγε τραγούδια η καρδιά.

Η ανάσα τσακιζότανε στα βράχια,
στους ύφαλους που έβαζε η ζωή
και έλουζε η αρμύρα τα μαλλιά μου
καθώς μονολογούσα στη σιωπή.

Αγέρι ύψωσε με στα αστέρια,
να πιω από το φως της προσμονής.
Ανήμπορα να αγγίξουνε τα χέρια,
με σκλάβωσε ο φόβος της αφής.

Νομίζω πως στη μαύρη αγκαλιά μου,
η αγάπη που θα βάλω θα χαθεί.
Θα λιώσει σαν την άμμο απ’ τα φιλιά μου
και έπειτα θα φύγει την αυγή.





Μωβ ανεμώνες

Πρώτη φορά που με κοίταξες:
Είδα τον κόσμο να ραγίζει και τα πόδια μου γυμνά
να τρέμουν σαν τα φύλλα στον αέρα
κι εγώ μαζί να αιωρούμαι και να φεύγω για ψηλά
με ένα χρυσό διάττοντα αστέρα.

Πρώτη φορά που μου γέλασες:
Είδα τις λύπες να μαραίνονται, να πέφτουνε στη γη,
φθινόπωρο με αειθαλείς εκλάμψεις,
που με τυλίγουν και σκεπάζουνε τη κάθε μου πληγή,
καθώς ξυπνούν στα θέλω μου οι πράξεις.

Πρώτη φορά που με άγγιξες:
Είδα τον ήλιο στα μαλλιά σου να μπερδεύεται δειλά,
να παίζει ο αέρας με τα πάθη,
και το άρωμα σου να τραβάει στο χορό την καρδιά,
το σώμα μου να θέλει να σε μάθει.

Πρώτη φορά που σε αγάπησα:
Είδα το νόημα που ψάχνουνε για χρόνια οι πολλοί
να παίρνει λίγο λίγο τη μορφή σου,
να φτιάχνουνε πετώντας σχήμα οι ερωδιοί,
το περίγραμμα που έχει το φιλί σου.

Και σε όσα είδα από εκείνη τη στιγμή και μετά,
έβαζα πάντα δικές σου εικόνες,
μες στο μυαλό μου ήτανε πάντοτε ανθισμένες μπροστά
οι αγαπημένες σου μωβ ανεμώνες.





Πολύχρωμες λέξεις

Με πήρε μακριά στη γη της μετάνοιας,
το πρώτο φιλί παιδί της ορφάνιας,
γιατί ίσως μετά να μην έρθει πίσω,
γιατί ίσως μετά κι εγώ αγαναχτήσω.

Μου λες δε μπορείς να δεις μες στους στίχους,
για αυτό όσα αγαπώ θα ντύσω με ήχους,
να βλέπεις κι εσύ πολύχρωμες λέξεις,
να βλέπεις κι εσύ πριν με καταστρέψεις.

Γιατί όσα κι αν δεις και όσα ακούσεις,
δεν είναι αρκετά ούτε της παρούσης,
μα θα ‘ρθει η στιγμή σε γκρίζο τοπίο,
που οι λέξεις αρκούν να πεις το αντίο.

Χωρίς μουσική, σπασμένη η παλέτα,
κοιτάς μακριά μη κλαις μόνο πέτα,
να φτάσεις εκεί που σβήνουν οι ήχοι,
για να μην ακούς τι γράφουν οι στίχοι.

Πετώ στα ανοιχτά τις πρώτες ελπίδες
κι όσα είχα να πω αν πρόλαβες είδες,
γιατί στην αρχή απλόχερα δίνεις,
γιατί στην αρχή νομίζεις θα μείνεις.

Μα αφού δεν μπορείς να δεις μες στους στίχους,
για αυτό όσα αγαπώ θα ντύσω με ήχους,
να βλέπεις κι εσύ πολύχρωμες λέξεις,
να βλέπεις κι εσύ πριν με καταστρέψεις.





Βουτιά στο σεντόνι

Στην απέναντι γη,
στην αντίπερα όχθη,
σου είπα έλα μαζί
και μου έγνεψες όχι.

Δε μπορούσες να βρεις
την καρδιά να περάσεις.
Τη χαρά της στιγμής
που ξεσπάνε οι εντάσεις.

Έτσι πέρασα εγώ
και σε είδα να τρέχεις,
κυνηγώντας αυτό
που δε ξέρεις πως έχεις.

Στο κυνήγι φωτός
μένει πίσω η σκιά σου,
μα αν γυρίζεις αλλιώς
μένω εγώ μακριά σου.

Με το χέρι μπροστά κι ανοιχτή την παλάμη,
ζωγραφίζεις θολά την καρδιά σου στο τζάμι.

Ένα βέλος τρυπά την καρδιά και ματώνει
και το σώμα αντιδρά με βουτιά στο σεντόνι.






Μαύρη άγκυρα

Νιώθω ανήμπορος να φτάσω ως το τέρμα,
μια μαύρη άγκυρα γλυκά με γονατίζει,
σαν γαντζωμένη απ’ τις ελπίδες κι απ’ το δέρμα,
να εξαφανίζεται αν το γέλιο την αγγίζει.

Μέσα στη θλίψη μου τυλίγεται, βαθαίνει,
κρατιέται ανάμεσα στους προβληματισμούς μου,
κι όποτε πάει η ψυχή να ξεμακραίνει,
σέρνει στους κρίκους της τους αναστεναγμούς μου.

Τη μαύρη άγκυρα μου δώρισε η ματιά σου,
όταν πλημμύρισαν οι σκέψεις μου από σένα,
μου βρήκαν τρόπο για να μένω έτσι κοντά σου,
να μην κινούμαι στα ανοιχτά και στα χαμένα.

Μα από το βάρος δεν θυμάμαι να πετάω
και τα φτερά μου είναι πάντοτε βρεγμένα,
κάθε μου βράδυ κι έναν κρίκο της χαλάω,
θα ελευθερώσω κάποια μέρα και εμένα.

Δε ξέρω κάποτε αν μπορώ να διαφύγω,
ίσως δε θέλω απλώς να δω και να τολμήσω,
και όλο λέω έφτασα εδώ στο παραλίγο,
μα αυτό το λίγο είναι που θέλω να σκορπίσω.

Να αφήσω πίσω μου βυθό να κολυμπήσω,
να δω τον ήλιο με τα μάτια νυσταγμένα
κι αν με τραβήξει η αλυσίδα και γυρίσω,
να κάνω όνειρα χρυσά απ’ τον πυθμένα.






Χάνω το δρόμο

Κάπου στο δρόμο, κοιτώ στα μάτια τον πόνο,
σε αντικρίζω, παλιές μου μνήμες σκαλίζω
και προχωράω, πάει καιρός που ξεχνάω
το όνομά σου, που όταν ήμουν κοντά σου
ουράνιο τόξο, έφερνα λίγο πριν διώξω
τις γκρίζες μπόρες, που συντροφεύαν για ώρες
τη μοναξιά σου και τώρα που ‘μαι μακριά σου
η κάθε μέρα, με πάει ακόμη πιο πέρα.
Με πάει ακόμη πιο πέρα.

Κάπου στο δρόμο, μου λεν για άγραφο νόμο,
ότι η σκέψη, όση καρδιά και να κλέψει
τη φέρνει πίσω, ε τότε να σε ρωτήσω
γιατί η δικιά μου, κλέβει κρυφά την καρδιά μου
και στην αφήνει, χωρίς τα ίχνη να σβήνει
για να το ξέρεις, ότι ακόμη διαφέρεις
από ό,τι άλλο, στο νου κι αν τύχει να βάλω
με την ελπίδα, να ζωγραφίσω όσα είδα.
Να ζωγραφίσω όσα είδα.

Χάνω το δρόμο και κάπου λέω μετανιώνω
μα πάλι όχι, απ’ την απέναντι όχθη
δείχνει ο καθρέφτης, ποιος είν’ το θύμα κι ο φταίχτης
μα δε με νοιάζει ή άμα θες με τρομάζει
να πλησιάσω και λέω ας θυσιάσω
άγευστο δάκρυ, αυτό που μένει στην άκρη
όταν σκουπίσεις, με προσεγμένες κινήσεις
από τα μάτια, τα ραγισμένα κομμάτια
με την αφή σου, γέλα κρυφά και αφήσου.
Γέλα κρυφά και αφήσου.





Γυρίζοντας στους δείκτες

Ανοίγοντας την πόρτα του ουρανού
αφήνεις χαμηλά τις μαύρες σκέψεις,
γιατί νιώθεις τη γλύκα του λωτού
και θες την αμαρτία να γυρέψεις.

Στο ξέφωτο προσμένεις τη χαρά,
μα εκείνη πάντα έρχεται τα βράδια
και μπλέκεται με χάδια τρυφερά,
αφήνοντας στη μέρα τα σημάδια.

Στου χρόνου τις ατέλειωτες στροφές,
κρατιέσαι από τους δείκτες στη γωνία
και μοιάζουν σταθερές οι αντοχές
μα κάθε που γυρνάς σου λείπει μία.

Περνώντας απ’ το φως του φεγγαριού
θυμάσαι τα χρυσά τα μονοπάτια,
που φαίνονται στο βλέμμα του παιδιού,
μα σβήνουν στων μεγάλων τα γινάτια.

Κοιτάς στις χαραμάδες της ζωής
να μπαίνουνε αχνές θολές αχτίδες,
εκείνες που από σύννεφο βροχής
περνούν και σε γεμίζουν με ελπίδες.

Και λες δε θα αντέξει η φωνή
κρυμμένη στις βραχνές επιθυμίες,
μα πάντα την κατάλληλη στιγμή
πετάς πιο μακριά τις διορίες.






Ευτυχία σαν αγκάθι

Στη χώρα των ονείρων δεν θα μπω,
γιατί έμαθα πως πλέον δεν υπάρχει
και εγώ που θέλω τώρα να κρυφτώ,
δεν βρίσκω μια σκιά πάνω στο χάρτη.

Παλιά ακροβατούσα στη σιωπή,
χανόμουν με τις νότες χέρι χέρι,
μα τώρα κάθε άγρυπνη φωνή,
μου στήνει στις γωνιές παντού καρτέρι.

Νομίζω ότι λύση δεν θα βρω,
μα ίσως δεν υπάρχει τώρα αιτία,
όσα με ενοχλούσανε μικρό,
τα ξέχασα κάτω απ’ τα θρανία.

Και έμαθα να στέκομαι στο φως
παρόλο που τα μάτια μισοκλείνουν,
παρόλο που με πνίγει ο καπνός,
τα χείλη συνηθίσανε να πίνουν.

Παράλληλα πονώ και αγαπώ.
Παράλληλα γελάω με τα λάθη.
Σε ποιον να το τολμήσω και να πω.
πως μοιάζει η ευτυχία με αγκάθι.

Παράλληλα πενθώ με τη χαρά.
Παράλληλα γελάω με τα λάθη.
Σε ποιον να πω έστω για μια φορά,
πως μοιάζει η ευτυχία με αγκάθι.






Μπάι πας στη χαρά

Θα σκαλίσω τις σκέψεις ως το βάθος του νου,
ως εκεί που γεννιούνται οι ιδέες
και στο χρώμα ενός μαγικού δειλινού
θα γεμίσω τον κόσμο παρέες.

Δύο δύο και τρεις και πέντε και εφτά,
θα χτυπήσω τον πόνο στη ρίζα.
Στην καρδιά θα καρφώσω την πικρή μοναξιά
και θα σπάσω τη μαύρη κορνίζα.

Θα σκαλίσω τις σκέψεις ως το βάθος του νου,
ως εκεί που απλώνει σκοτάδι
και θα γεμίσω τις τσέπες του χρόνου γιατρού
με ασπιρίνες γλυκές σαν το χάδι.

Δύο δύο και τρεις και πέντε και εφτά,
πιο καλά από καλά θα σε κάνουν.
Θα ‘ναι όλοι τριγύρω σαν παρέες παιδιά
κι αν κρυφτείς ξέρουν πώς να σε φτάνουν.

Μην κρατάς μακριά και κλειστή την καρδιά,
άνοιξέ τη να μπούνε οι νότες.
Η εγχείρηση λέει μπάι πας στη χαρά
μιας και υπάρχουνε άπειροι δότες.

Το φιλί της ζωής παλαιά συνταγή,
μα αγαπώ βλέπεις τα παραμύθια,
γιατί η ωραία κοιμωμένη μου ‘πε μία αυγή
πως ο ύπνος της φέρνει κατήφεια.






Πάνω σε γέφυρες

Ανεβαίνω σε γέφυρες πάνω λοξές
και εκεί στην καμπή του αέρα,
χαρούμενος βλέπω χιλιάδες φωνές
να βάζουν στον ήλιο τη βέρα,
που δείχνει πως έγινε ένα μαζί
με αυτόν που πατώ τον πλανήτη
και αν θέλετε άνθρωποι πέστε τον γη,
γιατί εγώ τον λέω αλήτη.

Με γεμίζει με λόγια με εικόνες ευχές
που λες δε μπορεί μ’ αγαπάει,
μα πριν να προλάβεις να δεις τις χαρές
εκείνος γυρίζει και πάει.
Πιο πέρα απ’ το πέρα γυρίζει τρελά
και μένουν τα λόγια σου σκέψεις
και ότι κρατήσεις στα χέρια σφιχτά,
με αγάπη θα το καταστρέψεις.

Μα πάνω στις γέφυρες βρήκα σκοπό
και έμαθα ισορροπία.
Κοιτάω κι αφήνω ψυχή στο νερό
και σώμα στην ακινησία.
Ο ήλιος εκεί, ο αλήτης εδώ
κι αντίθετα πάντα στο ρεύμα,
να κλείνω το μάτι μου στον ουρανό,
να κάνω στα όνειρα νεύμα.





Άδικα ωραία βήματα

Πριν ακούσω το ρυθμό
θα αρχίσω να χορεύω
κι αν φυσήξει θα χαθώ,
την καρδιά μου προστατεύω.

Απ’ τις νότες της ματιάς
που σε παίρνουν απ’ το χέρι
και σου δίνουνε με μιας
όσα δεν σου ‘χουν προσφέρει.

Πριν μου πεις τις συλλαβές
θα ‘χω στρέψει το κεφάλι,
σε εικόνες σιωπηλές
θα γυρίσω το κανάλι.

Για να μην ακούω μπλουζ,
ούτε ροκ αργές μπαλάντες
και ποτίζω με λυγμούς
τις ευχές σου στις βεράντες.

Μοιάζει άδικη η φωνή
που πηγάζει από τα πάθη
και σε ρίχνει στη στιγμή
σε άγνωστα μεγάλα βάθη.

Που με χέρια ανοιχτά
πέφτοντας κάτι γυρεύεις
κι όλο σιγοτραγουδά
η φωνή κι εσύ χορεύεις.






Ποια αλήθεια φωνή

Κυνηγώντας αγάπες στα σύννεφα
να που πέρασαν πια τόσα χρόνια.
Οι ρυτίδες γοργά κι απονήρευτα
τσαλακώσαν τα πρώτα σεντόνια.

Τα σεντόνια που έμοιαζαν άτρωτα,
που φωλιάζαν βαθιά τα φιλιά μας,
γίναν τώρα υφάσματα άχρωμα
που σκεπάζουν δειλά τη σκιά μας.

Και θυμάμαι το στρώμα που βάθαινε.
Κουβαλούσε  τα βράδια τις σκέψεις.
Μα όσα τότε περήφανο μάθαινε,
να στα πει τώρα πια δεν θα αντέξεις.

Κι απορώ αν αλλάξαν τα πράγματα
κι ότι γύρω οικείο μου μοιάζει
ή αν με έχουνε πιάσει τα κλάματα
που έχω μνήμες και εικόνες ξεχάσει.

Για να δω την αλήθεια έστω μία φορά,
καίω ότι γλυκά με στοιχειώνει
και στις φλόγες ορμώ με καμένα φτερά
για να δω ποια φωνή με πεισμώνει.

Για να μάθω αλήθεια έστω μία φορά
ποιος με σπρώχνει και τρέχω στο χρόνο
κι όταν θέλω να πάω για λίγο αργά
ποιος μου λέει, κοιμήσου σου στρώνω.






Εχθρός - Αδερφός

Ας γελάσω πολύ… δυνατά,
σαν γενναίο πουλί που πετά
απ’ την κάνη μπροστά στη στιγμή,
χίλια πούπουλα δίχως κραυγή.

Μα ο θόρυβος μένει ψηλά,
ψιθυρίζει ξανά και ξανά
και γεμίζει ρυτίδες το φως,
μοιάζει φίλος κι εχθρός ο αδερφός.

Κάθε πτήση σκορπάει χαρά,
χρωματίζουν τη γη τα φτερά,
μα το μαύρο θα αφήνει σκιές,
μαχαιριές εν ψυχρώ στις ψυχές.

Σε ένα πέταγμα κάπου μακριά
απ’ της νιότης την ανεμελιά,
σιγοκαίει η σκέψη η πικρή
και τα πούπουλα αγγίζουν τη γη.

Πήρα φόρα όταν ήμουν μικρός,
πριν με βρει ο αδερφός κυνηγός,
πριν γεμίσουν τα στήθια με ευχές
με εικόνες του μέλλοντος χθες.

Πήρα φόρα μακριά απ’ τη φωλιά,
ένα σάλτο και φώναξα γεια
σε όσους έφτιαχναν βέλη φιλιά
και γελούσαν κι αυτοί σαν παιδιά.






Μικρή σκιά

Ανάβει η μικρή σκιά μια φλόγα στην καρδιά μου
και τρέχει απονήρευτα στις μέρες της γιορτής.
Κρυμμένη απροσδόκητα πίσω απ’ τη χαρά μου,
φορά με ύφος ένοχο τη μάσκα της ντροπής.

Αφήνεται στη μουσική βαθιά συνεπαρμένη,
να ταξιδεύει ο λογισμός σε άγραφο χαρτί.
Μαύρη κλωστή στο χέρι της και αρχίζει να υφαίνει
στίχους που τώρα μοιάζουνε να παίρνουνε μορφή.

Από ψηλά κι από μακριά σαν να ‘ρθε η αγάπη,
με άρμα της το κόκκινο το άσβεστο φιλί.
Και σε όσους είπαν έρωτα και πόθο την αγάπη
το κόκκινο όλο έσταξε κι έβαψε την αυγή.

Να μοιάζει ο κόσμος έντονος στις πρώτες αγκαλιές τους,
μα κάθε αυγή επόμενη να μοιάζει πιο θολή.
Το δήθεν άσβεστο φιλί κραγιόν στις ενοχές τους
και η τάχα αγάπη άδωρη, ακόμη στο κουτί.

Σαν κεντημένο το χαρτί δείχνει να αλλάζει όψη,
αν στο απαγγέλουν άτολμα  ή αν στο τραγουδούν.
Να νανουρίσει τη ψυχή μπορεί ή να την κόψει,
χάδι θα πουν όσοι αγαπούν, λεπίδα άλλοι θα δουν.

Παράνομα η μικρή σκιά βυθίζεται στις σκέψεις,
χορεύει ακατάπαυστα τους στίχους της κλωστής.
Και είναι στιγμές που αναζητάς κάτι να προστατέψεις,
είναι φορές που τραγουδάς στις νότες της ζωής.






Κοιτάς μακριά

Πάντα μαζί, πάντα ενωμένοι μια ζωή μου είχες πει.
Χέρια σφιχτά, για να χαθούμε στα φιλιά παντοτινά.
Μα την αυγή έκανες πόνο την ευχή σε μια στιγμή
και τώρα πια μένουν τα όνειρα γυμνά στα σκοτεινά.

Πίνω απ’ το φως, για να πνιγεί ο ουρανός, τώρα καθώς
καμιά χαρά, δεν μου αγγίζει τη καρδιά όπως παλιά.
Κι είναι αυτός, ο πιο μεγάλος μου θυμός, ο πιο κρυφός,
ότι η φωτιά καίει τα λάθη σου μα καίει και τα φιλιά.

Δεν με πειράζει η σιωπή δε με πειράζει.
Μα με κουράζει η μοναξιά και με τρομάζει.
Όλος ο κόσμος μες στα μάτια σου αλλάζει
κι εσύ αγάπη μου κοιτάς πάλι μακριά.

Κοιτάς μακριά ,
μέσα στους έρωτες που κλείνουνε το μάτι,
σε κάτι βράδια με εφήμερη χαρά,
εικόνες άβουλες και στέγνωσε το δάκρυ,
χτυπάς τα αισθήματα για άλλη μια φορά.
Κι εκεί μακριά,
μέσα στους άγνωστους καημούς πετάς το ζάρι
και πριν κοπάσει η καταιγίδα από ψηλά,
τρέχεις στο πρώτο που θα δεις μπροστά φανάρι
μήπως και σπάσει τη σιωπή σου η σκιά.






Ανοιχτή παράσταση

Δεν πέρασα μακριά από τα σύννεφα
στα παρακάλια της λιακάδας χαμογέλασα,
μα έσκυψα κάτω και κοιτώντας την απόσταση
με μια ζαλάδα τις χαρές όλες προσπέρασα.

Δεν ανασήκωσα τους ώμους στη λαχτάρα μου
στην ατονία της βροχής πρωτοβυθίστηκα,
μα όπως έσταζαν τα ρούχα και τα βλέφαρα
με μία σκέψη πια νομίζω πως εθίστηκα.

Να κρατηθώ από τις αχτίδες
και μες στη λάμψη της γιορτής
να σε ρωτήσω όσα είδες
κι όσα θυμάσαι να μου πεις.

Είναι χρυσή αλήθεια η μέρα;
κι απ’ το σκοτάδι πως θα βγω;
θα φτάσω κάποτε πιο πέρα
για να αντικρύσω το σκοπό.

Δεν αφουγκράστηκα τον ήχο της απόγνωσης,
στην ομορφιά των αστεριών τρομοκρατήθηκα.
Μα ένιωσα πρώτος να λυγίζουνε οι μέρες μου
με μια ευχή, κλειστά τα μάτια και αιωρήθηκα.

Ναι το γνωρίζω πως ο χρόνος τιθασεύεται
και πως ο πόνος τρέμει μπρος στην επανάσταση.
Ναι μου το είπαν πως ο θίασος πορεύεται,
μα δεν μου είπαν πως τελειώνει η παράσταση.






Δεν κατάλαβα τότε

Δεν κατάλαβα πως με αγάπησες τόσο
και εγώ ο τρελός ήμουν σε άλλη ζωή.
Όταν πρόσεξα πια των ματιών σου το δάκρυ,
η δική σου η καρδιά είχε αφιερωθεί.

Η ιστορία είναι πως δεν αντέχω μακριά σου.
Εγώ ο αμαρτωλός μοιάζω τώρα παιδί
που δεν βρίσκει χαρά στα παλιά του παιχνίδια,
γιατί θέλει αυτά που δεν πρέπει να δει.

Δεν κατάλαβα ποιος με επανέφερε ξέρεις,
να κοιτάξω το φως που χεις τώρα κλειστό
κι αν γυρίσεις και δεις, η ματιά σου ματιά μου.
Σε ένα φόντο σιωπής μένω πίσω εγώ.

Η ιστορία είναι ποιος σε έχει στην αγκαλιά του.
Είν’ ο χρόνος εχθρός κι εγώ μένω εδώ.
Να κοιτώ πως περνούν στο ποτό οι εικόνες
και οι νότες αρκούν ώστε να ξεχαστώ.

Ο δικός σου ο πόνος έχει γίνει σκιά μου.
Οι δικοί σου οι φόβοι στη δικιά μου καρδιά.
Όταν σε είχα εμπρός μου είχα τα λογικά μου
σε μια ζάλη που ακόμη την πληρώνω ακριβά.

Το δικό σου το πάθος έχει γίνει ζωή μου.
Οι δικοί σου οι χτύποι στη δικιά μου καρδιά.
Μοιάζει τώρα με λάθος, μα ζητώ το φιλί σου.
Βλέπεις πάντα σου λείπει ό,τι φεύγει μακριά.





Τα χρόνια στο Λευκό

Τον τρόπο που αντάμωσε η νύχτα το φεγγάρι,
την πρώτη λέω κρυφή βραδιά που έσβησε το φως,
αγιόκλημα και άνοιξη και νότες στο Βαρδάρη,
τα είδα όλα ξάστερα κι αγάλλιασε ο βυθός.

Η μουσική που έπαιζε απ’ το τρανζιστοράκι,
μου έφερνε στα μάτια μου αινίγματα θαρρώ,
αν η ευχή που έδινα ήταν από ανάγκη
ή αν τρεμόσβηνε η ψυχή πάνω απ’ το φακό.

Στα πέρατα της μουσικής ανέβλυσε σταγόνα,
ίσως  ιδρώτας να ‘τανε, ίσως ψιλή βροχή,
μα εγώ το φανταζόμουνα σαν δάκρυ από γοργόνα,
καθώς στα μάτια έσβηνε η πρώτη αντοχή.

Αγκίστρωσα τη σκέψη μου και  μέσα στην αρμύρα,
έμοιαζε το καμάκι μου ξυλόγλυπτο ντεκόρ,
στης Σαλονίκης τα νερά, στης νύχτας την πορφύρα,
ακούμπησα την τύχη μου στης πλάνης τα μποφόρ.

Μαργαριτάρι της στεριάς, κοράλλι του ανέμου,
με κοίμισαν τα κύματα μπροστά απ’ το Λευκό.
Χάρτινοι πύργοι λέγανε μα αυτός νιώθω Θεέ μου
πως με κρατά ολόγιομα και δεν μπορώ να βγω.

Σαν φάρος κοντοστέκεται και δίνει το σινιάλο
σαν τις σειρήνες με καλεί στην ίδια γειτονιά.
Και με το νου στον τοίχο του απόψε θα προβάλω
τα χρόνια που περάσανε και σβήνουν τη φωτιά.






Δεδομένα όλα πια, δεδομένα

Γύρισα αγάπη μου έλα και μίλα μου,
δες μες στα μάτια μου την κατρακύλα μου.
Γκρίζος ο έρωτας, βουβά τα πάθη μου,
φτάσαν στο όριο τα ίδια λάθη μου.

Και χτες και σήμερα μωρό μου κι αύριο
μοιάζει το είναι μου κενό και άγριο.
Ξέρω τα δάκρια, την κάθε σκέψη σου,
πως μοιάζει το άγγιγμα σε κάθε λέξη σου.

Είμαι εδώ, είσαι εδώ, μαύρα μάτια.
Δεδομένα, όλα πια δεδομένα.
Μια αγάπη χιλιάδες κομμάτια.
Δεδομένα, βουτιά στον πυθμένα.

Είμαι εδώ, είσαι εδώ, γκρίζα μέρα.
Δεδομένα, όλα πια δεδομένα.
Οι σκιές μας ακόμη πιο πέρα.
Δεδομένα, βουτιά στον πυθμένα.

Χάδια ανυπόφορα, στοργή και έγνοια.
Κάπου στο δρόμο μας χάθηκε η έννοια
για το συναίσθημα σε άλλο στάδιο,
για όσα αθέλητα ακούς στο ράδιο.

Η μελωδία μας κάπου πλανήθηκε,
μα τώρα σώπασε κι ας αγαπήθηκε.
Πάντα θα ακούγεται, μα όταν πρέπει πια,
μην αναλώνεται στα ίδια η καρδιά.






Χρόνοι αγέρηδες

Μικροί αγέρηδες φυσούν, σαλεύουν στα μαλλιά μου.
Για άλλους κόσμους και καιρούς σιγά μου ψιθυρίζουν
κι αγέρωχα όπως κρατώ ψηλά το ανάστημά μου,
οι αγέρηδες λυσσομανούν και ευθύς με στροβιλίζουν.

Μέσα στη δίνη του καημού, τη νύχτα του αοράτου,
λες πως αγγίζει ο ουρανός κάθε πληγή που καίει.
Κάθε φωνή που σχίζεται, στο διάβα της ατράκτου.
Φωνή που δεν ακούστηκε, σκιά που παραπαίει.

Χτυπά με βιάση ο άνεμος στης λογικής τα βράχια,
που σχίζονται συθέμελα κι απλώνονται στο χώμα
κι εσύ χορεύεις πάνω τους σαν σε αλεσμένα στάχια,
χρυσή κορδέλα στα μαλλιά και άσπρη ανεμώνα.

Οι αγέρηδες με γέλασαν με φέρανε μπροστά σου,
εκεί όπου ορκίστηκα, ξανά να μην περάσω.
Μα αν θες με τράβηξε κοντά κείνο το άρωμά σου,
που σου ‘πα πως αν το φορείς, μπορώ Θεός να μοιάσω.

Πάνω ψηλά πετώ μες στον αγέρα.
Τούτη η νυχτιά δεν είναι σαν τις άλλες.
Μνήμη πικρή με σχίζει πέρα ως πέρα.
Θλίψη η βροχή κι όλα τα δάκρια στάλες.

Χτυπώ απαλά το χρόνο και αλλάζει.
Πτήσεις καρδιάς όπου άφησα κομμάτια.
Κοιτώ δειλά κι αν λίγο με τρομάζει,
πνοή βαθιά και αγάλλιασαν τα μάτια.







Βουτιά στο χρώμα

Μέσα στο χρώμα βουτώ τα πάθη.
Βουτώ τα λάθη και τα σωστά.
Και καθώς σκάνε κάτω στο χώμα,
να μένουν στάμπες απ’ την μπογιά.

Να ξεχωρίζω όσα έχω κάνει.
Όσα έχω φτάνει, μοιάζουν πολλά.
Να τα μετράω και να αντικρίζω
κάπου αλήθεια κι αλλού θολά:

Βλέπω τον κόσμο μου μέσα από πρίσμα
γιατί το πρότεινε ένας σοφός.
«Είσαι σε έκσταση τράβα το βύσμα»,
μου ‘πε και έγινε ευθύς καπνός.

Μοιάζουν αλλιώτικα τώρα τα λόγια
κι εσύ μου φαίνεται σαν να γελάς.
Εξαφανίστηκαν όλα τα εμπόδια
κι εσύ φωτίζεσαι προφίλ κι ανφάς.

Ψηλά στα αστέρια είναι η αλήθεια,
μα στην κατήφεια δείχνω στραβός.
Και τότε βάφω χρυσά τα χέρια
και το κορμί σου μοιάζει ουρανός.

Βάζω σημάδι και από την πούλια,
πίσω από τούλια πιο τρυφερός,
τον ύπνο φέρνει το πρώτο χάδι
και ξαποσταίνει ο αυγερινός.







Πίσω απ’ τα κάγκελα του Παραδείσου

Πρέπει να σπάσεις την καρδιά στη μέση
σε δυο κομμάτια που δεν θες να αφήσεις
κι ας μην το διάλεξες θα προχωρήσεις
…δεν δείχνει ωραία η καρδιά σπασμένη…

Τα δυο κομμάτια ένα σε κάθε χέρι
να μετατρέπεις τη ψυχή σε βάρος
μια μαριονέτα που δεν έχει θάρρος
…αρκεί το δάκρυ για να αποφασίσεις…

Όπου κι αν στάξει από αγάπη θα ‘ναι
και έχεις πια τη λογική επιλέξει
τώρα σου αρκεί απλά μόνο μια λέξη
…πετάς μακριά το ένα σου κομμάτι…

«Υποταγή» φωνάζεις και λυγίζεις
υποταγή μες στης ζωής τα πρέπει
υποταγή σε όσα η μέρα βλέπει
…η λέξη χάνεται ξανά τις νύχτες…

Κρατάς ψηλά το ένα σου κομμάτι
κι όσο το βλέπεις τόσο σου αρέσει
μοιάζει μικρό όμως για να χωρέσει
…όσα είχες μέσα πριν στα δύο σπάσεις…

Στο άλλο που ξέχασες κι έχεις πετάξει
άφησες πάνω του το πρώτο δάκρυ
και τώρα αισθάνεσαι από άκρη σε άκρη
…πάνω στο σώμα σου κρυμμένες τύψεις…

Ήταν της μοίρας, μα ήταν και δικιά σου,
τόσο η απόφαση όσο και η καρδιά σου.
Από τα δύο θα διαλέξεις ένα
και ας τα θέλεις όλα ή κανένα.

Σε πλημμυρίζουν και σε πνίγουν σκέψεις,
θέλεις τα μάτια σου αλλού να στρέψεις,
μα ‘χεις στα χέρια σου όλη τη ζωή σου
πίσω απ’ τα κάγκελα του Παραδείσου.






Γυμνός από όνειρα

Ξέρεις ποτέ δεν είχα ρούχα να ντυθώ,
ούτε τα έψαξα όμως είναι η αλήθεια.
Απλά δεν γύρεψα τον τρόπο να τα βρω.
Χωρίς αυτά άλλωστε δεν ένιωσα κατήφεια.

Γυμνό όσοι με έλεγαν τους έλεγα τρελούς
και ζεσταινόμουνα στης πόλης το καμίνι.
Μα όλα άλλαξαν και ζω σ’ άλλους καιρούς.
Τώρα κρυώνω και μετρώ τι μου χει μείνει.

Γιατί η γύμνια αυτή δεν είναι όπως παλιά.
Πρώτη φορά τη συναντώ  και νιώθω τρόμο.
Έχω ξεμείνει στη μεγάλη μας φωλιά
γυμνός από όνειρα και αρχίζω να παγώνω.

Με αναπτήρες μου προσφέρουν ζεστασιά.
Με τρία τούβλα μια γωνιά κάπου στο δρόμο.
Μου λεν να έχω μια σημαία στην αγκαλιά
για την πατρίδα, την ιδέα και το νόμο.

Και τριγυρνούν εμπρός μου πάντα οι εραστές.
Λαμπρά κοστούμια και φορέματα με χρώμα.
Δίνουν το χέρι σε καλούνε στις αυλές
και λες «υπάρχει λόγος να ‘μαι ακόμα πτώμα»;

Γιατί η γύμνια αυτή δεν είναι όπως παλιά.
Πρώτη φορά τη συναντώ  και νιώθω τρόμο.
Έχω ξεμείνει στη μεγάλη μας φωλιά
γυμνός από όνειρα και αρχίζω να παγώνω.

Μα από ένα όνειρο θαρρώ σχεδόν νεκρό,
πετούν γεράκια απ’ τις φωλιές με παρασέρνουν.
Νιώθω τη δύναμη μαζί τους και εγώ.
Με παραινέσεις και κραυγές με ανασταίνουν.

Ένα κουρέλι και μου μοιάζει αρκετό.
Μια μόνο σπίθα πυρακτώνει τη ψυχή μου.
Γυμνός και πάλι, μα κοντεύω να καώ.
Από τη μοίρα διαχωρίζω τη ζωή μου.

Ίσως η γύμνια αυτή δεν είναι όπως παλιά.
Πρώτη φορά τη συναντώ  και νιώθω τρόμο.
Όμως δεν είμαι πλέον μόνος στη φωτιά.
Μάζεψα όνειρα πεσμένα απ’ το δρόμο.






Ναυαγός στην απόσταση

Πως η απόσταση χωρίζει μου ‘χες πει,
πως στην απόσταση φωλιάζει η σιωπή,
όμως σου ξέφυγε ένα μόνο σκεπτικό,
πως τα χιλιόμετρα με κάναν ναυαγό.

Εδώ μονάχος και ας υπάρχουνε πολλοί
που με φωνάζουνε να πάω στη γιορτή,
μετρώ αναμνήσεις και κρατιέμαι από το χτες,
ρίχνω αλάτι να θυμάμαι τις πληγές.

Ίσως να μη θυμάσαι πια πως είμαι, εσύ,
ίσως να γέμισε η καρδιά σου η μισή.
Μπορεί να ξέχασες πως σου πα σ’ αγαπώ,
να μη με πίστεψες πως κάποτε θα ρθώ.

Μα εγώ σε αυτήν που είμαι εδώ τη ξένη γη,
ψάχνω να βρω από την πρώτη μου στιγμή,
πώς θα ανταμώσω την αγάπη από μακριά,
πώς θα καώ μες στη δική σου τη φωτιά.

Μπορεί να έφυγα, μα έφυγα μισός.
Μέσα στην πόλη μου να δείχνω ναυαγός.
Απλώνω χέρια αριστερά και δεξιά,
δεκάδες κύματα κυκλώνουν τη στεριά.

Κάθε πρωί όμως μου φαίνεται νωρίς.
Μεθώ με όνειρα και λέω ίσως να ‘ρθεις
και αν δεν έρθεις ίσως τότε έρθω εγώ.
Μα κάθε σούρουπο βλέπω πως ναυαγώ.






Στους μαύρους κύκλους απ’ τα μάτια μου χαμένοι

Στους μαύρους κύκλους απ’ τα μάτια μου χαμένοι,
πρώτος εγώ σαν να βαδίζω μες στη θλίψη.
Σαν να κοιτώ εμπρός μα άλλο να μην έχει.
Πίσω να αφήνει το παρόν σκιές και στάχτη.
Κλείνω τα μάτια μου κι ορκίζομαι πως βρέχει.

Στους μαύρους κύκλους απ’ τα μάτια μου χαμένοι,
μετά εσύ εγκλωβισμένη στο σκοτάδι.
Μα εσύ το ξέρεις πως μπορείς να διαφύγεις.
Έχεις τον τρόπο σου να ρίχνεις φως στη σκόνη
και τις σταγόνες της βροχής να αποφύγεις.

Με τη φωτιά από το βλέμμα σου, ανάβει
η καρδιά, από ένα νεύμα σου γυρίζει
η ζαριά, σε κάθε όχι σου μικραίνει
η φωτιά, μέχρι που σβήνει στη βροχή,
μέχρι που σβήνει στη βροχή,
μέχρι που πνίγεται σε εκείνη τη βροχή…

που σε είχα δει να περπατάς,
καθώς θυμάμαι να γελάς,
καθώς θυμάμαι σου ψιθύρισα,
«αυτή η βροχή είναι για μας».

Στους μαύρους κύκλους απ’ τα μάτια μου χαμένοι,
όλοι εκείνοι που μου έλεγαν προχώρα,
βρήκες αυτό που μπρος στο φως πάντα γυαλίζει,
που όλοι ψάχνουν δίχως τύχη στα ρολόγια,
χωρίς βροχή όμως η εικόνα με φοβίζει.

Στους μαύρους κύκλους απ’ τα μάτια μου χαμένοι,
όλοι οι φόβοι που εμφανίστηκαν στον ήλιο.
Όλες οι σκέψεις που στεγνώσαν με τη μία.
Όσες ρυτίδες δεν παρέσυραν οι στάλες,
χωρίς βροχή, χωρίς καμία επιθυμία.






Με ευχές και με ξόρκια

Τα μάτια όταν κλείσεις, με ξόρκι θα κλέψω
τις πρώτες σου σκέψεις και θα τις μαγέψω.
Το βλέμμα θα αλλάξω απ’ τον πρίγκιπά σου,
εκείνον που βλέπεις κρυφά στα όνειρά σου.

Τα μάτια αν ανοίξει, θα ‘ναι τα δικά μου.
Να δεις ό,τι βλέπω, όταν στέκεις μπροστά μου.
Αλλάζουν οι ρόλοι, σενάρια χιλιάδες,
πριγκίπισσες τάχα με απλούς φουκαράδες.

Το ξόρκι όμως φεύγει στο φως της ημέρας.
Τα βλέμματα σβήνουν, τα παίρνει ο αγέρας.
Και εγώ δεν υπάρχω ξανά στη ζωή σου
μα εύχομαι μόνο: «καρδιά μου θυμήσου»!

Τυχαία μπροστά σου, περνώ και γυρίζω.
Το θέλω απ’ το θέλεις πώς να ξεχωρίζω;
Ελπίζω στο βλέμμα εκείνο του ονείρου
και ακόμη μετράω στιγμές του απείρου.

Με ευχές και με ξόρκια αλλάζω διαθέσεις
κι ακόμη κρατάω για μας δύο θέσεις.
Δεν ξέρω αν διαλέξεις ποτέ σου καμία…
εγώ… στον εξώστη. Θα βλέπω ταινία.






Γοργόνα από αλάτι

Σε κάποιο δρόμο στενό γλιστρά η σκιά μου
και τρέχω ξωπίσω της την κυνηγώ.
Σε έναν μπλε ποταμό βουλιάζει η ματιά μου,
νομίζω πως χάνεται μες στο βυθό.

Σε ένα κοράλλι κλειστό χτυπώ και ανοίγει,
βρίσκω κρυμμένο γλυκό θησαυρό.
Σε ένα μόνο λεπτό με πνίγουν τα ρίγη,
πιασμένοι απ’ το χέρι ψηλά στον αφρό.

Μία ανάσα βαθειά και πίσω η ματιά μου
και πίσω η σκιά μου και μένεις εσύ.
Μία μεγάλη φωτιά γυρώ απ’ την καρδιά μου,
να στάζει το σώμα να στάζει η ψυχή.

Μία μονάχα φορά που άγγιξα αγάπη,
που βρήκα αλήθεια σε ψέμα βαθύ.
Μπορεί να έχω σειρά, μα κάνω στην άκρη,
λεπίδες τα θέλω και έχω κοπεί.

Αν θέλεις πες με τρελό και γύρνα την πλάτη,
μα ξέρω πώς είσαι γοργόνα από αλάτι.
Αν θέλεις φύγε μακριά και μην έρθεις πίσω,
δεν ξέρω αν μπορέσω, μα θα κολυμπήσω.

Βουτιά σε κάθε βυθό να ψάχνω κοράλλια,
τα πάθη ένα ένα, ανοίγουν βεντάλια.
Και ας περνάει ο καιρός σε λίγο σε φτάνω,
μα νιώθω πώς κάπου αργώ να ανασάνω.








Αν δεν ξέρεις τον τρόπο

Αν δεν ξέρεις τον τρόπο
πες μου να σου τον πω.
Θέλει κόπο και κρότο
και κυρίως ρυθμό.

Πρέπει να ανέβεις σε πύργο
και τα λυτά σου μαλλιά
να μου πετάξεις να πιάσω
κι αν είν’ κλειστή η αγκαλιά,
να προσπαθείς κάθε μέρα
να δεις που έχει κενό
κι αν δεν μπορείς να χωρέσεις
να πεις «και όμως θα μπω»!

Αν δεν ξέρεις τον τρόπο
πες μου να σου τον πω.
Θέλει κόπο και κρότο
και κυρίως ρυθμό.

Πρέπει ψηλά απ’ τον πύργο
να με κοιτάς σαν παιδί
κι όταν κοντά πλησιάζω
να αρνείσαι κάθε φιλί.
Πρέπει να είσαι σε χάρη
σαν πριγκηπέσα σωστή,
μα από το βλέμμα να δείχνεις
πως θες να ζεις σαν πουλί.

Αν δεν ξέρεις τον τρόπο
πες μου να σου τον πω.
Θέλει κόπο και κρότο
Και κυρίως ρυθμό.

Το ένα όχι το άλλο
να ακολουθούνε μαζί,
μα αν ενωθούν οι φωνές μας
το ναι να μοιάζει κραυγή,
που θα τρομάζει τους πάντες
και θα τρομάζει και εμάς.
Στο ναι να κάνεις πιο πίσω,
στο όχι να με φιλάς.






Παιδί του έρωτα

Κάπως ξεθάρρεψα μέσα στα βλέμματα.
Κάπως με έπεισες και χαμογέλασα.
Κι όπως ξετύλιγα τα πρώτα χρώματα,
κάπου μεθύσαμε μέσα στα αρώματα.

Τώρα στα λάφυρα μαζί κοιτιόμαστε.
Χρυσά τα όνειρα κι αναρωτιόμαστε
αν τα κρατήσουμε σφιχτά στο στήθος μας
ή αν τα δωρίσαμε για ευχές στο πλήθος μας.

Παιδί του έρωτα πάντα σε έλεγα
και ότι δεν μ’ άρεσε τριγύρω το έκαιγα.
Κι εσύ ανέβαινες με τον καπνό ψηλά
και με παρέσερνες βαθιά μες στη φωτιά.

Αν θες να ζήσουμε όπως με φίλησες
γιατί στα λόγια τους τους φόβους μύρισες;
Όσα αγκαλιάσαμε τ’ αφήνεις λεύτερα.
Τα πρώτα αγγίγματα μου μοιάζουν δεύτερα.

Κάπως γελάστηκες στο πρώτο χτύπημα.
Το παραδέχομαι με πιάνει λύπη μα
έλα ανακάτεψε ξανά τις λέξεις μας,
να δραπετεύσουμε από τις σκέψεις μας.






Παραμύθι δίχως τέλος

Αν μου πεις τι κάνω λάθος,
θα σου πω τι είναι σωστό,
ποιος αγέρας παρασέρνει
κάθε νότα στο χαμό.

Αν μου πεις τι δεν σου αρέσει,
θα σου δείξω τι αγαπώ,
την ηχώ που μ’ ανταμώνει
όταν στέκω στον γκρεμό.

Αν μπορείς να περιμένεις,
μάθε μου να περπατώ.
Βλέπεις είναι που τρεκλίζω
όταν θέλω να σου πω.

Κι αν πιστεύεις δεν αξίζει,
γέλα άλλη μια φορά.
Να θυμάμαι όταν σκοντάφτω,
πως η αγάπη δεν πονά.

Αν μου δώσεις μια ευκαιρία,
θα σου πω δυο μυστικά.
Ο παράδεισος υπάρχει,
μα χρειάζεσαι φτερά

κι αν θελήσεις να τα βάλεις,
έλα απόψε να με βρεις.
Παραμύθι δίχως τέλος
να σου πω και να μου πεις.







Μάθε να παίζεις με τη φλόγα

Αν δεν δοκίμασες να πέσεις, από ψηλά πολύ ψηλά,
πώς επιμένεις να με πείσεις, ότι δεν ξέρεις να πετάς;
Αν δεν προσπάθησες να φτάσεις ένα απ’ τα αστέρια μια βραδιά,
πώς μου ορκίζεσαι ότι ξέρεις πως είναι κάποιον να αγαπάς;

Αν δεν αγγίξεις τη γωνία, οι μοίρες μένουν σκοτεινά
και συ κοιτάς το μαύρο φόντο, ώσπου να έρθει η ξαστεριά.
Ισορροπώντας στην ευθεία, είσαι ο μαέστρος της γραμμής,
μα στης στροφής την τρικυμία, γίνεσαι πάλι μαθητής.

Μάθε να παίζεις με τη φλόγα, να τρεμοσβήνετε μαζί
και αν σου κόβεται η ανάσα, θα σου φυσώ ένα φιλί.
Όταν θα φτάσεις στο σημείο που θα τελειώνει το κερί,
τη φλόγα φλόγα μου θα κάνω με ένα φυτίλι στο κορμί.

Και όπως γράφεται η ιστορία, κράτα αν θες κάποια ρητά,
μα προτιμότερο νομίζω, να έβαζες υπογραφή.
Να ακολουθείς όσα σου αρέσουν, να επιβραβεύεις τα καλά
Όμως αυτό που θες δικό σου, το νιώθεις μόνο στην αφή.

Σμπαραλιασμένες γύρω οι ώρες, ψάχνεις να βρεις την πιο σωστή.
Αυτήν που θέλεις να διαλέξεις για να ‘ρθει γρήγορα η αυγή.
Κι εκείνο που ξεχνάς και πάλι είναι πως είσαι μια σκιά.
Το φως που δύναμη σου δίνει, είναι αυτό που σε σκορπά.







Ματωμένη πρόσκληση

Καθώς κρατούσες με το βλέμμα την αγάπη
κι έκαιγες μέσα μου την κάθε λογική,
έκλεψες πάνω από τα χείλη μου ένα δάκρυ
κι έμοιαζε κάθε κίνησή σου φυσική.

Μέρα στη μέρα μου ζητούσες και μια χάρη,
να σε αγκαλιάζω πάντα λίγο πιο σφιχτά
κι άφηνες για άγκυρα δυο λέξεις στο φεγγάρι,
να μην μας παίρνουνε τα κύματα μακριά.

Τώρα μια πρόσκληση στα χέρια με ματώνει
και η αρμύρα έχει σκουριάσει τη χαρά.
Το φεγγαρόφωτο όταν πλέον μ’ ανταμώνει,
ρίχνει θλιμμένο λίγες σπίθες στη φωτιά.

Κι είναι η πρόσκληση γραμμένη όπως είπες
τότε που με είχες αγκαλιά μες στη βροχή,
μα τα χαμόγελα εκείνα γίναν λύπες
κι όλα τα γέλια βυθισμένα στη σιωπή.

Καθώς στερέωνες στη βάρκα μας κατάρτι,
έλεγες θα ‘ρχονται χειμώνες δυνατοί.
«Δεν χρειαζόμαστε αγάπη μου εμείς χάρτη»,
μου ‘λεγες, «ξέρουμε που είναι η ακτή».

Κι εγώ που νόμιζα θα βγαίναμε παρέα
αν κάποτε έρχονταν οι δύσκολες στιγμές,
συγγνώμη κιόλας αν στα λέω κάπως μοιραία,
μα είναι που έμοιαζαν οι εικόνες δυνατές.







Μποτιλιάρισμα ζωής

Συμφόρηση, αποσυμφόρηση
και έχουν οι σκέψεις μπλοκάρει.
Κορνάρουν ή πίσω, φωνάζουν οι μπρος
και εγώ σαν να έχω παρκάρει.

Ξεκίνα, σταμάτα, το σκέφτομαι
στο πρώτο στενάκι να στρίψω.
Σε μία στιγμή αγανάκτησης
και όλα εκεί να τα αφήσω.

Βγάζω τη ζώνη, θα βγάλω και φλας,
θα ανοίξω το ράδιο τέρμα!
Μα είναι ίσως που δεν έχω jukebox
ή ότι δεν έχω ένα κέρμα…

και μένω ξανά πιστός στη γραμμή,
διπλές άλλωστε οι λωρίδες.
Να νιώθω ήδη τύψεις που σκέφτηκα, αν,
εφόσον και μήπως, με είδες.

Αχ μόνο σου λέω και να ξέρα,
ποια έξοδος βγάζει πιο πέρα.
Ο ήχος του δρόμου με νύσταξε
και χάνεται άλλη μια μέρα.

Σφιχτά όλοι μπρος στο τιμόνι τους
λες και έχουνε κάπου να τρέξουν.
Να βγω και να πω ότι φλέγομαι;
Μα πάλι σιγά μην πιστέψουν.







Αλλάζουν τα όνειρα χρώμα;

Ξεφτίζουν στην άκρη οι σκέψεις
και τρέμεις μου λες την αυγή.
Όταν σου πουν να επιλέξεις,
τη φράση που δίνει ζωή.

«Σε αγαπάω» δεν σου φτάνει,
«να πας στο καλό» δεν αρκεί.
Το «θα σε προσέχω» σου μοιάζει,
σαν να ‘σαι σε μια φυλακή.

Αλλάζουν τα όνειρα χρώμα;
Αλλάζει χροιά η ψυχή;
Αν σπείρω  αγάπη στο χώμα,
θερίζω απλά προσμονή.

Μαυρίζουν στην άκρη οι λέξεις
και ακροβατώ στη στιγμή,
που μου πες πως θέλεις να τρέξεις
εκεί που σου είπαν τα μη.

Στη λάθος πλευρά του μυαλού σου,
εκεί που δεν φτάνει η καρδιά.
Μου υπόσχεσαι να ‘χεις το νου σου,
σου υπόσχομαι να ‘μαι καλά.







Αφήνω χρώμα

Αφήνω χρώμα με τα φτερά μου
Κάνω πολύχρωμα για σένα τα όνειρά μου
Και όσους φόβους έχεις θα διώξω
Κοίτα ψηλά σου σχηματίζω ουράνιο τόξο

Είμαι διαβάτης στον έρωτά σου
Περαστικός για να μυρίσω τα μαλλιά σου
Και όταν φυσήξει ξανά θα φύγω
Την απουσία σου με άρωμα την πνίγω

Αφήνω σκέψεις χωρίς αιτία
Να παρασέρνουν τις εικόνες με μανία
Και παριστάνω τον πληγωμένο
Μα το συναίσθημα αυτό είναι κλεμμένο

Από βιβλία, από ταινίες
Και εχω ξεχάσει που πηγαίνουν οι τελείες
Μπροστά κοιτάω και προχωράω
Κάπου εδώ νομίζω είναι που ξεσπάω.

Αλλάζει
επίπεδα η αγάπη
ξεθωριάζει
Στις αποχρώσεις του μυαλού
Μ’ αφήνει
το στίγμα της πως κάτι
έχει μείνει
Στις αποκλίσεις του σφυγμού.







Μέρες μέρες

Μέρες μέρες σε σκέφτομαι
και γελάω κρυφά.
Διπλά μου σε ονειρεύομαι
πως σε έχω αγκαλιά.

Άλλες μέρες φαντάζομαι
πως αν ήσουν εδώ.
Με όλα γύρω θα αρπάζομαι
και δεν θα ‘μαι εγώ.

Και τις μέρες που έρχεσαι
και μιλάς για τα αν.
Εσύ ίσως να δένεσαι
Μα γω γεια χαρανταν.

Συνεχίζω να καίγομαι
μες στη γη του πυρός.
Με υποθέσεις να ορέγομαι
τις σκιές μας στο φως.

Ώρες ώρες τρελαίνομαι,
λέω πάω να σε βρω.
Μα απ’ τους φόβους μου δένομαι,
έξω απ’ το χορό.

Άλλες ώρες ορκίζομαι
πως δεν είσαι εσύ.
Πως απλά χαριεντίζομαι
με μια ιδέα απλή.





Στο χορό των σκιών

Στο χορό των σκιών παρελαύνει και η δική μου,
καλεσμένη ως επίτιμη μορφή.
Είναι λέει από κείνες που αντηχούνε τη φωνή μου
όταν νιώθουν την κατάλληλη αφή.

Κάποια μέρα θα τους πω το μεγάλο μυστικό μου
και ίσως έπειτα για πάντα να χαθώ.
Θα τους δείξω πως μπορώ να «ιππεύω» το άλογό μου,
το παρ-άλογο, το ένοχο χτικιό.

Η μορφή μου, η καρδιά μου, η φωνή μου, η αφή μου,
όλα μέσα μου σμπαράλια στο βυθό.
Κι όταν έχει φως τα βράδια δραπετεύει η ψυχή μου
και η σκιά που ξαγρυπνάει είμαι εγώ.

Στο χορό των ζωντανών απουσιάζω εδώ και χρόνια
και με ψάχνουνε σε σώματα ζεστά.
Σαν εκείνα των ανθρώπων που εγώ φωνάζω πιόνια
και έχουν πάρει μια αέναη τροχιά.

Κάποια μέρα θα τους πω το μεγάλο μυστικό μου
και ίσως έπειτα για πάντα να χαθώ.
Θα τους δείξω πως μπορώ να «ιππεύω» το άλογό μου,
το παρ-άλογο, το ένοχο χτικιό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου